14.ΤΡΑΥΜΑ

101 19 0
                                    

14.ΤΡΑΥΜΑ

«Λέανδρε, δεν μου αρέσουν αυτά.» του αποκρίθηκα τεντώνοντας τα χέρια μου μπροστά του.
Έκλεισε το σουγιά και μου έπιασε το καρπό, καθώς με κοίταξε στα μάτια.
«Για πρώτη και τελευταία φορά, σου ζητώ να μου δείξεις λίγη εμπιστοσύνη.» είπε και με άφησε.
«Γιατί τελευταία φορά;» ψέλλισα φοβισμένη.
Δεν ήταν το ξυράφι που κρατούσε που με τρόμαζε τόσο, αλλά τα λόγια του. Με τρέλαιναν.
«Ξέρεις τι πιστεύω: ότι δεν πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη και δεν πρέπει να μην με φοβάσαι.» αποκρίθηκε. «Μα τώρα στο ζητώ. Βέβαια αν δεν αντέχεις πραγματικά να το δεις αυτό, θα το καταλάβω και θα το σεβαστώ.» συνέχισε με ήρεμο ύφος.
Έσφιξα τα δόντια μου, κοιτώντας το μικρό αντικείμενο, που είχε σχεδόν εξαφανιστεί μέσα στη χούφτα του.
Δάγκωσα τα νύχια μου νευρικά. Ήθελε να με πείσει. Το κατανοούσα. Άλλη μια δοκιμασία, ένα δίλημμα. Είχε βάλει μπροστά το “δράση – αντίδραση” και δεν είχα πολλές επιλογές.
«Εντάξει.» είπα, πιο πολύ για να το ακούσει ο εαυτός μου. «Εντάξει.» επανέλαβα, αυτή τη φορά, για να το ακούσει εκείνος.
Άκουσα το σουγιά να ανοίγει.
«Περίμενε.» φώναξα. «Σίγουρα δεν θα πονέσεις;» τον ρώτησα.
Μου χαμογέλασε στραβά. «Αν νιώσω πόνο με τη πληγή, θα σημαίνει πως ξανά γίνομαι άνθρωπος.» είπε.
Και πριν καλά – καλά το καταλάβω, η λεπίδα είχε χωθεί στο δέρμα του χεριού του. Πήγα να κλείσω τα μάτια, μα κάτι με εμπόδισε. Καθώς ανέβαινε και έκοβε, οι φλέβες του διογκώθηκαν, αριστερά και δεξιά απ’ το κόψιμο, δίχως να στάξει ούτε μια σταγόνα αίμα.
Παρατηρούσα σοκαρισμένη, δίχως να νιώθω τα πόδια μου. Είχα παραλύσει και κάτι μέσα στο μυαλό μου, μου φώναζε να τον εμποδίσω. Αλλά δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. Δεν ήμουν ικανή να αντιδράσω.
Όταν έβγαλε τη λεπίδα από το δέρμα του, το μόνο που είδα να στάζει, ήταν λίγο διαφανές υγρό, με κάποιο αχνό ροζ χρώμα. Σε διαφορετική περίπτωση, αυτό το τραύμα, θα ήταν ικανό να αποβάλλει ποσότητες αίμα, μα τότε...τότε δεν υπήρχε τίποτα.
«Πώς;» τραύλισα, καθώς πλησίασα.
Το δωμάτιο τριγύρω μου, είχε χαθεί.
«Το έχω συνηθίσει.» μουρμούρισε βαρετά.
Και πριν προλάβω να επεξεργαστώ το βάθος του κοψίματος, εκείνο άρχισε να κλείνει, λες και ένα μαγικό χέρι κολλούσε τη σάρκα του απ’ την αρχή.
Μετά από δύο δευτερόλεπτα, δεν είχε μείνει ούτε σημάδι.
«Αν...το έκανα...εγώ...αυτό...ίσως και να...πέθαινα.» μονολόγησα παραζαλισμένη.
«Για αυτό το λόγο, δεν θα στο συνιστούσα να το κάνεις ποτέ.» μου αποκρίθηκε και έβαλε το σουγιά πίσω στη τσέπη του. «Είσαι καλά;» με ρώτησε ύστερα.
«Ναι, ναι. Καλά.» μουρμούρισα και έκανα κάποια βήματα πίσω, καθώς πήγα να ανέβω ξανά στο περβάζι, μα το μόνο που κατάφερα, ήταν να ζαλιστώ.
«Στάσου, κυρά μου. Θα σε βοηθήσω.» είπε και με σήκωσε στα χέρια του.
Με ακούμπησε επάνω στο παράθυρο και ύστερα με άφησε. Ένιωθα να αιωρούμαι παράξενα, μα δεν έδωσα και πολύ σημασία. Προσπάθησα απλώς να μην πέσω από εκεί πάνω.
«Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις.» τον άκουσα να λέει, με μια απογοητευμένη φωνή.
«Διαφώτισε με. Αναίμακτα, σε παρακαλώ.» απάντησα, κοιτώντας ακόμη σοκαρισμένη, την αόρατη πληγή.
«Δεν νομίζω πως είναι ώρα.» είπε. «Δεν είσαι σε θέση, θαρρώ. Τα ανθρώπινα όρια, έχουν ξεπεραστεί.» συνέχισε και τον είδα να γέρνει λυπημένος στο παράθυρο.
«Δώσε μου ένα λεπτό.» ψέλλισα.
Έσφιξα το μέτωπό μου με τα δάχτυλά μου, ενώ συγκεντρώθηκα πίσω, στη θέα του φεγγαριού. Υπενθύμιζα στον εαυτό μου συνέχεια αυτό, που μόλις είχα δει: δεν μπορεί να πάθει τίποτα, δεν μπορεί να πάθει τίποτα. Ούτε ο θάνατος, ούτε οι πληγές δεν τον άγγιζαν. Γιατί πολύ απλά, δεν ήταν "άνθρωπος" πια. Εκτός απ’ τη καρδιά του, που ήταν πιο ανθρώπινη, από οποιαδήποτε, είχα την τύχη, να γνωρίσω μέχρι τότε.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και το κρύο οξυγόνο της νύχτας, γέμισε τους πνεύμονές μου, κάνοντάς με, να νιώσω λίγο καλύτερα. Αναρωτιόμουν, τι άλλο δεν γνώριζα. Ποιο άλλο μυστικό μου κρατούσε κρυμμένο. Τον κοίταξα με τις άκρες των ματιών μου.
Το πανέμορφο πλάσμα, ατένιζε τον κόσμο με τα μυστήρια μάτια του, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Η καρδιά μου, επανέλαβε εκείνα τα λόγια, που με έκαναν αδύναμη και ταυτόχρονα τόσο δυνατή “αγάπησε τον”. Μα αυτή τη φορά, η καρδιά, είχε και κάτι άλλο να προσθέσει: “το χρειάζεται”. Το πρόβλημά μου, ήταν πως και εγώ το χρειαζόμουν.
Έτσι όπως τον κοιτούσα κρυφά, σε εκείνη τη σιωπηλή στιγμή, μια μικρή πεταλούδα πέταξε μέχρι το παράθυρό μας και στάθηκε ανάμεσα στα ανοιχτά του δάχτυλα, τα οποία είχε ακουμπήσει στο περβάζι.
Χαμήλωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη μου.
«Δεν μπορεί να με δει.» είπε και κούνησε λίγο το μεσαίο του δάχτυλο.
Η πεταλούδα δεν φοβήθηκε. Συνέχισε να στέκεται εκεί, αναδεύοντας νωχελικά τα κιτρινόμαυρα φτερά της.
«Κανένας δεν μπορεί να με δει...» είπε και με κοίταξε κατάματα. «Μόνο εσύ.» συνέχισε, με μια σιγανή φωνή, σαν ψιθυριστό τραγούδι.
Άνοιξα τα χείλη μου, βγάζοντας μια εκπνοή, καθώς ένα ρίγος με διαπέρασε στη πλάτη. Τότε τα πράγματα, είχαν γίνει λίγο πιο προσωπικά. Λες και ο Λέανδρος, να ήταν δημιούργημά μου, αφού μόνο τα δικά μου μάτια μπορούσαν να τον δουν. Ήταν τόσο παράξενο. Και τόσο υπέροχο ταυτόχρονα.
«Δεν μπορούν να σε αντιληφθούν όμως;» απόρησα.
Μου έγνεψε με άρνηση ή σαν να μην γνώριζε ακριβώς.
«Πώς γίνεται εσύ να μπορείς να με κρατάς, να με νιώθεις, ενώ εγώ όχι;» ρώτησα συνοφρυωμένη. «Θέλω να πω...έχω κάνει, άθελά μου βέβαια, την ιεροτελεστία. Θα έπρεπε να συνδεόμαστε, να μπορώ να σε πιάσω, όπως και εσύ εμένα.» αποκρίθηκα.
«Η ύλη μας, διαφέρει, Μυρτώ. Όταν με ακουμπάς, είναι σαν να αγγίζεις τον αέρα.» είπε. «Εγώ μπορώ να αντιληφθώ την ύλη σου, γιατί η δική σου είναι “καθαρή”...αληθινή, ανθρώπινη. Μπορώ να νιώσω το δέρμα σου, μπορώ να σε σπρώξω και να πέσεις, μπορώ να σε χτυπήσω, να σε πληγώσω, μπορώ να σε αγκαλιάσω και να σε σηκώσω στα χέρια μου.» εξήγησε.
«Αυτό το κάνεις με ευκολία;» ρώτησα. «Δηλαδή, συμβαίνει, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν εσύ δεν ήσουν...έτσι;» ήταν τόσο περίπλοκο, που έμοιαζε με σπαζοκεφαλιά.
«Όχι, βέβαια. Πιέζω τον εαυτό μου, όταν πρόκειται να σε αγγίξω. Είναι...όπως όταν προσπαθείς να πιάσεις το νερό, στη βρύση που τρέχει.» χαμογέλασε.
Κούνησα το κεφάλι μου σκεπτική.
«Αυτό, φυσικά, δεν συμβαίνει με τα άψυχα. Με είδες να μαζεύω το φαγητό από το πάτωμα, να σου φέρνω τη κουβέρτα...» είπε, δείχνοντας προς το υπνοδωμάτιο μου. «Τα άψυχα αντικείμενα, μπορώ να τα νιώσω, όπως ακριβώς και εσύ.» μου εξήγησε.
«Ναι, το θυμάμαι αυτό.» αποκρίθηκα.
«Αν αυτή τη στιγμή, μου κάρφωνες μια σφαίρα στη καρδιά.» είπε και χτύπησε το στήθος του, μα δεν ακούστηκε τίποτα. «Θα με πλήγωνε, μα δεν θα πάθαινα κάτι, όπως πριν, με το μαχαίρι.» είπε.
«Μάλιστα.» ψέλλισα, συλλογισμένη. «Θα μπορούσες δηλαδή, να αλλάξεις ρούχα;» τον ρώτησα.
Κοίταξε τον εαυτό μου με ένα ξαφνιασμένο ύφος. «Δεν σου αρέσουν τα ρούχα μου;» ρώτησε σοβαρός.
Χαμογέλασα. «Ήταν ένα παράδειγμα.» του αποκρίθηκα.
Ανταπόδωσε το χαμόγελο και τακτοποίησε το γιακά του. «Ναι, εφόσον είναι άψυχα, θα μπορούσα.» απάντησε.
«Κατάλαβα.» ψέλλισα. «Όλα αυτά, βέβαια, δεν θα ισχύουν αν περάσεις στο επόμενο στάδιο της ζωής σου, έτσι δεν είναι;» ρώτησα.
Με στραβοκοίταξε σκοτεινιασμένος. «Δεν θα χρειαστεί να το μάθουμε ποτέ αυτό.» απάντησε, σφίγγοντας τη γνάθο του.
«Απλώς ρωτάω.» βιάστηκα να πω.
«Τότε θα ισχύουν άλλα πράγματα.» είπε μέσα απ’ τα δόντια του και ακούμπησε και τα δυο του χέρια στο περβάζι, σκύβοντας.
Κανονικά, θα έπρεπε να θέλει να περάσει σε αυτό το στάδιο. Ώστε να αρχίσει να ζει, να μπορεί να βγει έξω, να ταξιδέψει, να τρέξει, να, να, να. Εκείνος όμως φοβόταν. Μπορούσα να το δω. Φοβόταν αυτό, που θα μπορούσε να γίνει.
«Είσαι θυμωμένος με την αδερφή σου;» τον ρώτησα, ύστερα από λίγο.
Γύρισε απότομα το κεφάλι του για να με κοιτάξει. «Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» με ρώτησε.
«Να...σε έκανε αυτό που είσαι. Πήρε την απόφαση για λογαριασμό σου. Και βλέπω πως αυτό, δεν σου αρέσει.» πήρα το θάρρος να του πω.
Νόμιζα πως θα παρεξηγηθεί ή θα μου κρατήσει κακία, μα εκείνος έμοιαζε πρόθυμος να το συζητήσει και να μου μιλήσει ήρεμα.
«Δεν κρατώ κακία στην Αοιδή. Ποτέ δεν θα μπορούσα. Ήτανε θύμα της Καπετάνισσας. Της είπε πως υπάρχει τρόπος να με φέρει πίσω στη ζωή και εκείνη την πίστεψε με μάτια κλειστά. Δεν γνώριζε τι ακριβώς θα επακολουθήσει. Αν φταίει κάποιος, αυτή είναι η Καπετάνισσα, αλλά και η ίδια...θύμα κάποιου άλλου ήταν.» μου εξήγησε.
«Νόμιζα ότι ήταν καλή. Σας μεγάλωσε. Θα έπρεπε να σας προσέχει και να σας αγαπάει.» η καρδιά μου σφίχτηκε.
«Το έκανε. Ήταν καλός άνθρωπος. Μα κάποια πράγματα, δεν τα σκέφτηκε δυο φορές… μέχρι που πέθανε από τα χέρια του συζύγου της. Φαντάζομαι πως μόνο τότε, συνειδητοποίησε, τι είχε συμβεί. Τι είχε κάνει σε εμένα, σε εκείνον...μα και πάλι...δεν έχω το δικαίωμα να πω ότι έφταιγε ολοκληρωτικά.» είπε θλιμμένος.
«Κατάλαβα.» μουρμούρισα, κοιτώντας τα σφιγμένα χέρια του πάνω στο παράθυρο. «Αλλά...γιατί η αδερφή σου, δεν προσπάθησε να σε επαναφέρει; Να σε βγάλει από αυτή τη φυλακή, έστω για να διορθώσει αυτό που συνέβη;» απόρησα, γιατί μου φαινόταν λογικό.
«Την παρακάλεσα να με αφήσει έτσι.» είπε σιγανά, σχεδόν σαν μια ανάσα, που έβγαινε με λέξεις.
Έγειρα προς το μέρος του, κοιτώντας τα θλιμμένα του μάτια, που τότε ατένιζαν τις σκιές του δέντρου και τις γυαλάδες, που άφηνε το φεγγαρόφωτο πάνω στα φύλλα.
«Γιατί φοβάσαι τόσο, Λέανδρε;» τον ρώτησα. «Γιατί φοβάσαι τόσο τον εαυτό σου;» ένιωθα τη ζεστή ανάσα του στο πρόσωπό μου, μα απέφευγε να με κοιτάξει. «Δεν έχεις λίγη πίστη σε εσένα;» απόρησα, πληγωμένη για τον θλιμμένο άγγελο με τα χαμηλωμένα μάτια.
«Δεν αξίζει να έχω, ωραία μου κυρά.» ψέλλισε συννεφιασμένος.
«Εγώ έχω.» αποκρίθηκα. «Έχω πίστη σε εσένα.» του είπα και ήρθα αντιμέτωπη με εκείνα τα ασημογάλανα διαμάντια.
Με κοίταξε, σαν να προσπαθούσε να ξεχωρίσει μέσα μου την αλήθεια. Μα εγώ ένιωθα, σαν να κοιτούσε μέσα στη ψυχή μου.

📌Μικρό κεφαλαιακι. Είπα να σε ξεκουράσω λίγο. 🙃

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon