24."ΠΛΑΣΜΑ" και "ΑΝΘΡΩΠΟΣ"

92 20 0
                                    

24."ΠΛΑΣΜΑ" και "ΑΝΘΡΩΠΟΣ"

Κάτι φούντωσε μέσα μου. «Είσαι τόσο δυνατός!» αναφώνησα. Με κοίταξε παγωμένος. «Έχεις σωματική διάπλαση, δύναμη, ισχυρό μυαλό, ένδοξο παρελθόν, αν με ρωτάς! Και όμως...» είπα και προσπάθησα να πιάσω το χέρι του. «Κι όμως είσαι τόσο αδύναμος, όταν πρόκειται να δεις και να κρίνεις τον εαυτό σου.» του αποκρίθηκα, αναστενάζοντας και μάζεψα το χέρι μου, αφού δεν ωφελούσε να τον ψάχνω στο κενό.
Παρέμενε παγωμένος να με κοιτά, δίχως να βγάζει λέξη. Μονάχα από τα μάτια του, φανερωνόταν μια σιγανή λάμψη, που με έκανε να ελπίζω πως κάτι είχα καταφέρει να του ξεκαθαρίσω.
«Ξέρω πως είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το “πλάσμα” από τον “άνθρωπο”. Μα αν κοιτάξεις μέσα σου...θα το βρεις. Είναι εδώ. Κανένα μυστήριο νερό και κανένα απόκοσμο σκοτάδι, δεν μπορεί να αλλάξει τη ψυχή σου, Λέανδρε.» του είπα.
«Απλώς εύχομαι να ήμουν όπως πριν.» είπε σιγανά, νοσταλγικά. «Να δούλευα. Να έφτιαχνα μια οικογένεια. Να έβγαινα έξω. Να μιλούσα με ανθρώπους. Να κοιμόμουν ήσυχα. Να αρρώσταινα κάπου - κάπου το Χειμώνα. Να ζούσα. Να ζούσα πραγματικά.» ψέλλισε.
Έσπασα σε χίλια κομμάτια, ακούγοντάς τον να τα λέει αυτά. Ο πόνος, η μοναξιά, το βασανιστήριο. Δεν άξιζε τίποτα απ’ όλα αυτά. Κι όμως ο άγγελος, βρισκόταν εκεί. Δίπλα μου. Χωμένος σε μια άγνωστη κόλαση.
«Γιατί δεν σκέφτεσαι, πως και τώρα μπορείς να κάνεις τα περισσότερα από αυτά που θέλεις;» απόρησα.
Με κοίταξε για μια φορά, με τα θλιμμένα, ασημογάλανα μάτια του και έσφιξε τα χείλη του γερά.
«Δεν έχεις ελπίδα;» τον ρώτησα.
«Εσύ μου την έμαθες αυτή τη λέξη.» είπε.
«Και παρόλα αυτά, δεν έχεις...» κατέληξα. «Δεν έχεις ελπίδα και αρνείσαι ακόμη και την ιδέα της απελευθέρωσης σου.» είπα, κουνώντας το κεφάλι μου.
Χτύπησε μια φορά το μέτωπό του και χαμογέλασε με πίκρα. «Αν απελευθερωθώ...οι δυνάμεις μου θα γίνουν...» κόμπιασε και έσφιξε τα μάτια του. «Δεν θα είμαι ικανός να ελέγξω τον εαυτό μου, Μυρτώ. Θα βλέπω ανθρώπους και το μόνο που θα σκέφτομαι, θα είναι πώς να κάνω τη καρδιά τους να σταματήσει.» αναφώνησε οργισμένα. «Δεν θα… Δεν θα είμαι πια εγώ.» είπε και κοπάνισε το χέρι του στο στήθος του.
“Δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό. Δεν μπορείς να το ξέρεις.” σκέφτηκα από μέσα μου, κουνώντας το κεφάλι μου.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» τον ρώτησα.
Με κοίταξε, στριφογυρίζοντας τα μάτια του και σχεδόν ξάπλωσε στο καναπέ.
«Επειδή το είδες στους άλλους;» απόρησα.
«Επειδή έτσι συμβαίνει συχνά.» απάντησε, με το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά. «Η Καπετάνισσα είχε πει, πως μια γυναίκα, κάπου στη Μακεδονία, δολοφόνησε το σύζυγός της, μπροστά στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων, επειδή τόλμησε να μιλήσει σε μια άγνωστη.» είπε αμέσως μετά και με κοίταξε στραβά.
«Μια γυναίκα…;» είπα μπερδεμένη.
«Μια γυναίκα. Είχε παντρευτεί έναν άντρα του είδους της.» απάντησε.
Δεν ήξερα ότι υπήρχαν και γυναίκες. Μάλιστα, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.
«Τον δολοφόνησε μπροστά στο κόσμο, επειδή ζήλεψε;» απόρησα.
«Ακριβώς. Τον έριξε μέσα στη φωτιά, με μια της κίνηση.» εξήγησε, με ένα παγερό ύφος, που όμως μπορούσα να δω πόση αμηχανία έκρυβε.
«Τι θέλεις να μου πεις με αυτό;» ρώτησα και σταύρωσα τα χέρια μου.
«Θέλω να σου πω, πως κανένα τρυφερό συναίσθημα και καμία χαρά, δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που ήμαστε. Απλώς επιβραδύνεται και μια μέρα...με το κατάλληλο ερέθισμα, βγαίνει σαν χείμαρρος.» αποκρίθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Για αυτό δεν θα ακούσεις για πολλούς δεσμούς και γάμους ανάμεσα σε αυτά τα πλάσματα.» γέλασε πικρά.
«Για αυτό μου ανέφερες την οικογένεια;» τον ρώτησα.
«Και για αυτό.» δάγκωσε τα χείλη του, καθώς έσκυψε το κεφάλι του.
Σκέφτηκα για λίγο εκείνη την ιστορία, φτιάχνοντας εικόνες στο μυαλό μου. Και ύστερα τον κοίταξα στα μάτια.
«Τέλος.» μου είπε, κάνοντας μια κίνηση στον αέρα με το χέρι του. «Ας μην μιλάμε άλλο για πράγματα, που δεν λύνονται.» συνέχισε και σηκώθηκε επάνω.
«Που πας;» τον ρώτησα, βλέποντάς τον να κατευθύνεται προς τη κουζίνα.
«Έλα!» μου φώναξε.
Σηκώθηκα και πήγα κοντά του, δίχως να καταλαβαίνω.
Άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια και να μαζεύει κάθε μαχαίρι που έβλεπε, σε μια μικρή γωνιά του πάγκου.
«Τι ακριβώς κάνεις;» τον ρώτησα.
«Στο στρατό, μας μάθανε να ετοιμάζουμε τα άρματα για το πόλεμο.» είπε και πέταξε στο σωρό και το τελευταίο μαχαίρι, που υπήρχε μέσα στο σπίτι.
Ο μεταλλικός ήχος, συνόδεψε τα λόγια του.
Τον κοίταξα απορημένη, σχεδόν μπερδεμένη.
«Αν έρθουν εδώ, εγώ μπορώ να τους σταματήσω, αλλά η μόνη που μπορεί να τους σκοτώσει, είσαι εσύ.» μου αποκρίθηκε σοβαρός και με έδειξε με το δάχτυλό του.
«Μου κάνεις πλάκα, έτσι;» τον ρώτησα, μη μπορώντας να πιστέψω σε αυτό που άκουγα.
Με κοίταξε υπερβολικά σοβαρά, έτσι ώστε να νιώσω ανόητη. «Δεν θα αστειευόμουν, κυρά μου, μιλώντας για την ίδια σου τη ζωή.» απάντησε.
Πήρα ένα από τα μαχαίρια- ένα παλιό και κάπως σκουριασμένο στην άκρη, που βρισκόταν στο σπίτι, πριν από εμένα- και το κοίταξα με τρόμο.
«Πώς είναι δυνατόν, εγώ να μπορέσω να κάνω κάτι τέτοιο;» ψέλλισα άπνοη. «Καταρχάς, εσύ είπες, πως δεν μπορούν να πάθουν κάτι, αν τους...μαχαιρώσουν.» είπα, τρομοκρατημένη, νιώθοντας ήδη την ευθύνη να βαραίνει τους ώμους μου.
«Σωστά.» ανασήκωσε τα φρύδια του. «Αλλά δεν σου ζήτησα να τους χτυπήσεις με το μαχαίρι.» αποκρίθηκε.
«Α...αλλά;» τραύλισα.
«Αν έρθουν...» είπε και πήγε κοντά στα σβησμένα πια, μάτια της κουζίνας. «Θα ανάψεις φωτιά με αυτά. Θα βάλεις επάνω τα μαχαίρια και μόλις κάψουν, θα τους καρφώσεις είτε στο κεφάλι...»
«Στο κεφάλι;» πετάχτηκα τρομαγμένη.
«Ναι, ή στη καρδιά, ή στη πλάτη...με όλη σου τη δύναμη. Και μόνο η έντονη θερμότητα, θα τους παραλύσει και θα εξοντωθούν.» αποκρίθηκε και με το χέρι του, μου έδειξε πώς.
Ξεροκατάπια και κάθισα σε μια καρέκλα, ζαλισμένη. «Δεν θα μπορέσω...» μουρμούρισα, απολύτως βέβαιη.
«Θα μπορούσα να το κάνω, αλλά είναι αρκετά ριψοκίνδυνο για εμένα.» μουρμούρισε σκεπτικός, ζυγίζοντας τη κατάσταση.
Κάτι αναπήδησε μέσα μου. «Όχι. Εσύ θα μείνεις μακριά απ’ τη φωτιά.» αναφώνησα αμέσως.
Ξαφνικά, η ιδέα να τους σκοτώσω, έμοιαζε λιγότερο επώδυνη και αδύνατη.
«Μη φοβάσαι, Μυρτώ.» είπε και τα μάτια του, καρφώθηκαν μέσα στα δικά μου. «Δεν θα τους αφήσω να σε πειράξουν.» συνέχισε, με μια βεβαιότητα, που μου έδινε κάθε λόγο για να νιώθω ασφαλής.
Του έγνεψα καταφατικά και ύστερα έστρεψα το βλέμμα μου προς το φεγγαρόφωτο, που σιγά - σιγά τρύπωνε από το παράθυρο της κουζίνας. Το φεγγάρι γέμιζε. Τα άστρα, τρεμόπαιζαν.
Ίσως μια τέτοια νύχτα, σαν εκείνη, να αποφάσιζαν να έρθουν...να συγκεντρωθούν εναντίον μας. Το δέρμα μου ανατρίχιασε. Και έμεινα σιωπηλή, ανάμεσα από εκείνες τις φοβερές σκέψεις.
«Αν έρθουν στη Ξενιτιά...θα πεθάνουν άνθρωποι;» τον ρώτησα αργότερα, δίχως να τον κοιτάξω.
«Όχι αν έρθουν πρώτα από εδώ.» άκουσα τη βαθιά φωνή του να λέει.
Εννοούσε πως αν προλαβαίναμε και τους εξοντώναμε, κανείς δεν θα πάθαινε τίποτα. Αυτό ήταν κάπως παρηγορητικό. Αν και δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε τα σχέδιά τους.
«Αυτός που ήρθε πάντως εδώ...αρκέστηκε στο να σκοτώσει μόνο έναν.» του είπα.
«Ψευδαίσθηση του μυαλού του.» απάντησε βαρετά. «Θα μπορούσε να ξεκληρίσει ολόκληρη τη Ξενιτιά, μα ένιωθε αδύναμος, μακριά απ’ την αγέλη.» συνέχισε.
«Ευτυχώς, ήταν μόνος!» αναστέναξα με ανακούφιση.
Η καμπάνα της εκκλησίας, ξαφνικά ακούστηκε από τον έξω κόσμο.
Ο Λέανδρος, ήρθε και στάθηκε  πιο κοντά, ψηλός και όμορφος, σαν παλικάρι. 
«Λένε πως ο Άγιος του χωριού, φυλάει εδώ και χρόνια τους κατοίκους, από τη μανία αυτών των πλασμάτων.» τον άκουσα να λέει σιγανά.
Γύρισα και τον κοίταξα απότομα. «Ο πολιούχος της Ξενιτιάς;» απόρησα.
Είχα πάει στην όμορφη εκείνη εκκλησία, όταν έγινε η κηδεία του Πέτρου και θυμόμουν το μεγάλο εικόνισμα του Άγριου Κυπριανού.
Μου έγνεψε καταφατικά. «Υπάρχουν πολλοί μύθοι για αυτό το τόπο, Μυρτώ. Μύθοι και θρύλοι, που έρχονται μέσα από τους άγνωστους αιώνες της αρχαιότητας.» αποκρίθηκε σκεπτικός. «Έτσι λέγανε κάποιοι, πως ξεκίνησε το χρονικό της Αθάνατης Πηγής. Από τότε. Παλιά.» συνέχισε και στήριξε το κορμί του στο τοίχο, σαν κουρασμένος.
«Κατοικούταν από την αρχαιότητα λοιπόν, ο τόπος;» ρώτησα.
«Στο είχα πει και τη πρώτη φορά, που σου μίλησα.» χαμογέλασε νοσταλγικά.
Θυμόμουν τη κάθε στιγμή, τη κάθε φράση, τη κάθε του έκφραση από εκείνη τη νύχτα, μα εκείνη τη πληροφορία, την είχε κάπως θολή στη μνήμη μου. Μάλλον επειδή είχε καλυφθεί, από τη δύναμη των υπόλοιπων λέξεων.
«Στη Ξενιτιά, υπήρχε ένα αρχαίο βασίλειο. Μετά από μερικούς αιώνες το βασίλειο εγκαταλείφθηκε, μάλλον από κάποια πανδημία και στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, πήρε πάλι ζωή.» απάντησε με βεβαιότητα.
Έτσι εξηγούταν όλη εκείνη η ενέργεια και η ατμόσφαιρα, που ενέπνεε ο τόπος. Είχα δει αρκετά αρχαία απομεινάρια από κτήρια και τοίχους. Όπως και ο τοίχος, που ήταν καρφωμένος επάνω του η Πηγή.
«Και η Πηγή, υπήρχε πάντα εδώ;» απόρησα.
«Έτσι φαίνεται.» αποκρίθηκε και έκανε μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο. «Μπορείς να ρωτήσεις και τη Κίνυρα. Κάτι πάρα πάνω θα ξέρει.» συνέχισε.
«Και η Καπετάνισσα ήξερε.» του αντιγύρισα.
Χαμογέλασε. «Το ξέρεις πως αυτές οι δύο, ήταν αιώνιοι εχθροί;» με ρώτησε.
Σχημάτισα μια γκριμάτσα έκπληξης στο πρόσωπό μου. «Όχι. Γιατί;» κανονικά θα έπρεπε να τους ενώνει το...κοινό τους ενδιαφέρον.
«Η Κίνυρα ήταν πολύ νέα, όταν πρωτοήρθε εδώ με τον σύζυγο της. Η Καπετάνισσα ήταν πιο μεγάλη, πιο δυναμική, πιο έμπειρη. Θεωρούσε απειλή τη ξένη, που ήρθε στο τόπο της και άρχισε να σκαλίζει το παρελθόν του χωριού.» γέλασε.
«Κανένα καλό δεν έχει κάνει αυτό το νερό...» μουρμούρισα, σκεπτόμενη δυνατά και κλότσησα με την άκρη του ποδιού μου, το τραπέζι.
«Πήγες να την ξανά δεις ποτέ τη Πηγή; Θέλω να πω...από κοντά.» είπε και με πλησίασε ξανά.
«Περνάω συχνά από εκεί, αφού βρίσκεται στη πλατεία. Μπροστά – μπροστά. Μα δεν τολμάω να την κοιτάξω. Με κάνει να νιώθω παράξενα.» απάντησα, ζαρωμένη.
«Στη πλατεία;» ξαφνιάστηκε και ύστερα γέλασε. «Τι ειρωνεία, Χριστέ μου!» έπιασε το κεφάλι του. «Κάποτε ήταν κρυμμένη, στο δάσος.» μου εξήγησε.
«Λοιπόν...τώρα περνάει δρόμος από εκεί και τα μαγαζιά βρίσκονται πολύ κοντά της.» τον ενημέρωσα.
Γούρλωσε τα μάτια του. «Θεέ και Κύριε!» ξεφύσιξε, συγκλονισμένος και άρχισε να πηγαινοέρχεται.
Είχε μείνει τόσο πίσω. Μου φαινόταν τόσο παράξενο αυτό.
«Έχεις χάσει πολλά, Λέανδρε.» του είπα, κουνώντας το κεφάλι μου.
Κάτι μουρμούρισε και μέτρησε με τα δάχτυλά του. «Είναι απίστευτο! Πόσο αλλάζουν τα πράγματα, μέσα σε πενήντα χρόνια!» χαμογέλασε, σαν να να μην μπορούσε να αντιληφθεί το χρόνο, έτσι όπως πραγματικά ήταν.
«Τα πράγματα, μπορούν να αλλάξουν ακόμη και μέσα σε ένα μήνα, ξέρεις.» του είπα τραγουδιστά, κάνοντας μια γκριμάτσα λύπης.
«Τι σας έχεις πιάσει εσάς τους νεότερους Έλληνες, τέλος πάντων;» αναφώνησε, ανοίγοντας τα μεγάλα του χέρια.
Θα μπορούσε να αγκαλιάσει τρεις σαν εμένα, σε εκείνα τα πλοκάμια. Ήμουν σίγουρη.
«Υποθέτω πως ευθύνεται η εξέλιξη.» είπα βαρετά. «Όπως και τα μηχανήματα, τα μέσα γενικώς.» σκέφτηκα.
«Όταν πέσει η βελανιδιά, όλοι τρέχουν να μαζέψουν ξύλα.» μουρμούρισε ειρωνικά, παρατηρώντας το βηματισμό του.
Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Ούτε και το είχα ξανά ακούσει. Υπέθεσα όμως, πως ήταν κάποια παλιά παροιμία.
«Υπάρχουν δύο περιπτώσεις...» του αποκρίθηκα και σήκωσα τα δυο μου δάχτυλα.
Με κοίταξε με απορία, σοβαρός.
«Ή θα σε ξετρελάνει ο καινούριος κόσμος...ή θα τον μισήσεις από τα βάθη της ψυχής σου.» είπα και δεν άντεξα να μην γελάσω.
Το πίστευα. Το πίστευα απόλυτα. Μέση επιλογή, δεν θα υπήρχε για εκείνον.
«Λες να τον ανακαλύψω ποτέ;» με ρώτησε, αγέλαστος.
Ξεχάστηκα και εκείνη τη στιγμή, δάγκωσα τα χείλη μου. Ο πόνος με έκανε να σφίξω τα μάτια. «Ποτέ δεν ξέρεις.» του απάντησα.
Χάραξε ένα χαμόγελο στα ωραία του χείλη, μα ήταν ψεύτικο, σαν μάσκα και συνέχισε να βαδίζει αργά μέσα στο δωμάτιο, κοιτώντας τα βήματά του.
Το είχα πιάσει. Απεχθανόταν ακόμη και την ιδέα.

📌Γεια σουυ! Χρόνια πολλα, Χριστός Ανέστη!🕯️

Χθες δεν ανεβασα κεφάλαιο λογο της ημέρας, αλλά έχω επιστρέψει δυναμικά για το φινάλε του μυθιστορήματος που είναι αρκετά κοντά!
Κάτι άλλο που θελω να πω είναι πως από εδώ και πέρα δεν θα τονίζω λέξεις και φράσεις γιατί πιστεύω πως όλα όσα γράφονται είναι πολύ σημαντικά.☺️
Θέλω επίσης να σε ευχαριστήσω για τις προβολές...έχω ξαφνιαστεί πολύ ευχάριστα! Το εκτιμώ πολύ ♥️♥️

Ρία 🖤

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now