6.Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

200 24 0
                                    

6. Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Καθόμουν στο καναπέ, επικεντρώνοντας την ακοή μου στη βροχή που έπεφτε ακόμη. Στο νου μου άρχισαν να καταφθάνουν, όλα όσα μου είχε πει. Εκείνη η ιστορία… Εκείνες οι μνήμεςΠώς ήταν δυνατόν οι θρύλοι και οι απόκοσμες ιστορίες να ήταν αληθινές; Είχα μάθει από παιδί να μη πιστεύω σε τίποτα απ΄ όλα αυτά. Το μυαλό μου είχε εκπαιδευτεί έτσι. Κι όμως τότε, ένας καινούριος κόσμος είχε ανοίξει τις πύλες του μπροστά μου και για κάποιο λόγο, μου χάριζε μια παράξενη, ανεξήγητη ελπίδα. Δεν ήταν λογικό! Θα έπρεπε να φοβάμαι. Θα έπρεπε να ήμουν πανικοβλημένη. Θα έπρεπε να φύγω από εκεί. Θα έπρεπε να τρέμω και μόνο στην ιδέα πως συγκατοικούσα με ένα..."πνεύμα" ενός στρατιώτη του 2ο Παγκοσμίου Πολέμου.
Έγειρα στο καναπέ, ακουμπώντας το μάγουλό μου στο μπράτσο του. Ίσως να ήμουν απλώς άφοβη. Αυτός ο συλλογισμός, μου αναπτέρωσε το ηθικό για λίγο. Μα διάφορα γεγονότα της ζωής μου, ήρθαν ξανά για να με γονατίσουν. Όπως τότε με τη φάρσα της Πρωταπριλιάς, που η Χριστίνα, είχε τοποθετήσει μέσα στη ντουλάπα μου μια κρεμασμένη ψεύτικη γάτα. Ούρλιαζα για ώρα, τρέχοντας στο διάδρομο. Ή την άλλη φορά, που ο Αλέξης είχε πάθει το ατύχημα και είχε ανοίξει το κεφάλι του. Δεν τολμούσα ούτε να τον κοιτάξω. Όχι, δεν ήμουν άφοβη. Με τίποτα, δεν ήμουν. Γύρισα ανάσκελα, κοιτάζοντας το ξύλινο ταβάνι με τους χιλιάδες ρόζους. Ίσως αυτό που ζούσα να μου έδινε ελπίδα, γιατί ποτέ δεν ήμουν ικανοποιημένη με τη πραγματικότητα...με την αληθινή ζωή. Πάντοτε συναντούσα εμπόδια, απογοητεύσεις, προδοσίες.
«Προδοσίες...» ψέλλισα και κούνησα το κεφάλι μου.
Αυτή η λέξη είχε συνδυαστεί με το όνομα του Αλέξη. Όχι γιατί ήταν η μόνη προδοσία που είχα βιώσει, αλλά γιατί ήταν το “κερασάκι στη τούρτα” πάνω από ένα βουνό από προδοσίες. Δεν ήξερα τι έκανα λάθος και έβρισκα συνεχώς μπροστά μου τέτοιες καταστάσεις. Θυμάμαι πως εξ αρχής, κάπου στην εφηβεία, πίστευα πως έφταιγαν οι άλλοι. Στην ενηλικίωση όμως, άρχισα να πείθομαι πως φταίω μόνο εγώ. Δεν ήταν δυνατόν όλοι να ήταν λάθος, εκτός από εμένα. Ήταν θέμα πιθανοτήτων.
Ξεφύσηξα και σηκώθηκα επάνω, καθώς άρχισα να πηγαινοέρχομαι μέσα στο σπίτι. Έφτανα μέχρι το τραπέζι της κουζίνας και ύστερα βάδιζα ξανά μέχρι το τελευταίο παράθυρο, εκείνο που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του, καθώς καθόταν στη πολυθρόνα. Στάθηκα για λίγο εκεί, παρατηρώντας την. Έμοιαζε άθικτη, σαν να μην είχε καθίσει ποτέ εκεί. Θα έπρεπε να είχε αφήσει την υγρασία των ρούχων του, ή έστω μια καμπύλη από το βάρος του. Όμως δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο το, γεμάτο εικόνες, μυαλό μου, που δεν σταματούσε να δουλεύει. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα ένιωθα τόση αδυναμία, για ένα παλιό και σαρακοφαγωμένο έπιπλο. Θα ευχόμουν τότε να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να τον ξανά δω εκεί. Η σκέψη του με κυρίευσε. Και οι δικές μου ανάγκες ξεχάστηκαν, έμοιαζαν πια μηδαμινές και ασήμαντες. Που να πήγαινε άραγε, όταν μου έλεγε πως θα φύγει; Κοίταξα γύρω μου, προσπαθώντας να απαντήσω στον εαυτό μου. Οι τοίχοι στέκονταν σκληροί και κρύοι, στα τζάμια η βροχή έτρεχε σαν ποτάμι και το σπίτι ήταν σιωπηλό. Είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης ή βρισκόταν σε κάποιο κρυφό σημείο, που δεν μπορούσα να δω; Στο μυαλό μου φαντάστηκα την εικόνα ενός δωματίου φωτισμένο με το σεληνόφως, εντελώς άδειο με μονάχα ένα λευκοντυμένο κρεβάτι στη μέση. Η μορφή του θεϊκού πλάσματος ξάπλωνε εκεί και κοιμόταν ξεσκέπαστο, ξεκουράζοντας τις αναμνήσεις του, μέσα στα άγνωστα όνειρά του. Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά, ενώ φαντασιωνόμουν τα μάτια του να ανοίγουν. Γλαρωμένα βλέφαρα, σαν απαλές, σκιερές πύλες με μαυριδερά ματόκλαδα, άνοιγαν αργά καλωσορίζοντας με, σε ένα παράξενα πανέμορφο κόσμο.
Έβγαλα έναν δυνατό αναστεναγμό, ενώ προχωρούσα αργά προς τη κουζίνα. Θα ήθελα να σκέφτομαι αυτό, παρά κάτι άλλο. Αυτή η εικόνα με παρηγορούσε και έσπρωχνα τη λογική μου προς τα εκεί. Ήταν καλύτερα έτσι. Ακόμη και αν γνώριζα πως, ήταν πολύ ανθρώπινα ιδανικό.
Το ρολόι στο χέρι μου έδειχνε έντεκα και δέκα, όταν αποφάσισα να ανοίξω το ψυγείο. Οι σκέψεις μου και τα χιλιάδες κύματα συναισθημάτων που είχα περάσει, δεν μου είχαν επιτρέψει να νιώσω πείνα. Ακόμη δεν ένιωθα. Για να είμαι ειλικρινείς, αισθανόμουν σαν να είχα φάει μόλις πριν λίγο. Είχα ένα κόμπο στο στομάχι και ένα πόνο στο κέντρο του μετώπου μου. Είδα τα φαγητά πάνω στις μικρές και μεγάλες επιφάνειες του ψυγείου και ένιωσα ναυτία. Όπως νιώθει κανείς όταν έχει φάει πολύ σούπα και του προσφέρεις αμέσως μια κατσαρόλα από το περίσσευμα. Έκλεισα τη πόρτα του ψυγείου για να απαλλαχτώ από την αναγούλα. Δεν είχα ανάγκη από πράγματα που τρέφουν το σώμα μου, αλλά από εκείνα που τρέφουν και ανακουφίζουν το πνεύμα. Χρειαζόμουν ύπνο. Ύπνο βαθύ, κάτω από μια βαριά κουβέρτα. Μόνο έτσι θα ηρεμούσε το μυαλό μου και θα αφομοίωνε, έστω και ελάχιστα, απ’ όλα εκείνα που είχα ακούσει και μάθει.
Έσυρα τα βήματά μου μέχρι το υπνοδωμάτιο και τράβηξα με τη βία το λαστιχάκι στα μαλλιά μου, καθώς χώθηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Η δροσιά του κρεβατιού, ερχόταν απ’ το μεγάλο παράθυρο και λίγη υγρασία βρισκόταν στον αέρα. Ίσα - ίσα για να μου θυμίζει πιο έντονα εκείνον, καθώς τα βλέφαρά μου βάραιναν και βυθιζόμουν στον ύπνο. Η τελευταία μου σκέψη πριν πέσω σε λήθαργο, ήταν τα ωραία λευκά του χέρια και ο τρόπος που τα έσφιγγε, καθώς διηγούνταν την ιστορία του.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είχε ήδη ξημερώσει. Ο ήλιος έφτανε στο δωμάτιο θολός και αποδυναμωμένος και η βροχή είχε σταματήσει. Ωστόσο αρκετές σταγόνες ηχούσαν ακόμη απ’ έξω, χτυπώντας στο περβάζι του παραθύρου και πάνω σε κάποιο κούφιο πλακάκι, που δεν γνώριζα που ακριβώς βρισκόταν. Δεν θυμόμουν τίποτα από τη χθεσινή νύχτα και σηκώθηκα βαριεστημένη, για να πλύνω το πρόσωπο μου και τα δόντια μου. Η καθημερινότητά μου, ήταν σαν να συνεχιζόταν από εκεί, που την είχα αφήσει και όλα έμοιαζαν ήρεμα.
Στο καθρέφτη του μπάνιου η βρύση έσταζε. Οι σταγόνες πέφτανε η μία μετά την άλλη, μέσα από τη τρύπα του νιπτήρα και χτυπούσαν κατευθείαν στο βάθος του σωλήνα. Ο ήχος αυτός με έκανε να αγχώνομαι. Την άνοιξα σαν να μη συμβαίνει τίποτα και όταν έριξα το δροσερό νερό πάνω στα μάτια μου, μια θύελλα από αναμνήσεις όρμηξε στο μυαλό μου και θυμήθηκα όλα τα χθεσινά. Ήταν σαν να ξύπνησα για δεύτερη φορά εκείνο το πρωινό. Σήκωσα το πρόσωπο μου, μένοντας ακίνητη, πάνω από το νιπτήρα. Η λευκή πορσελάνη τύφλωνε τα μάτια μου, φτιάχνοντας παράξενες σκιές, καθώς θυμόμουν. Βούτηξα την οδοντόβουρτσα μου γρήγορα, προσπαθώντας να με επαναφέρω ξανά στην πραγματικότητα και άρχισα να βουρτσίζω μηχανικά τα πίσω δόντια. Ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς μου να επιταχύνονται, κάτω από τη πιτζάμα μου. Και για λίγο μου φάνηκε, πως ξανά θυμόμουν ένα ολοζώντανο όνειρο. Μια φωνούλα μέσα μου όμως, μου έλεγε πως έκανα λάθος. Δεν ήμουν τρελή. Εκείνος ήταν αληθινός και ζούσε ανάμεσά μου. Ίσως πιο κοντά απ’ όσο πίστευα, ή απ’ όσο μπορούσα να δω.
Όταν τελείωσα, έριξα άλλη μια χούφτα νερό στο πρόσωπο μου, για να βεβαιωθώ πως ήμουν ξύπνια και νηφάλια και έσπευσα για τη κρεβατοκάμαρα. Δεν ήξερα αν είχα άλλα καθαρά ρούχα μαζί μου, γιατί τα προηγούμενα κείτονταν ακόμη στο πάτωμα σε δυο βρεγμένα κουβάρια. Μόλις τα είδα, μου ήρθε στο μυαλό η καταρρακτώδης βροχή, η πυκνή γκριζωπή ομίχλη, ο κόσμος με τα γυαλιστερά αδιάβροχα και η φοβερή εικόνα εκείνου του νεκρού αγρότη στο κτήμα. Ένας κρύος ιδρώτας με έλουσε, καθώς έβγαλα τη μπλούζα της πιτζάμας μου και απελευθερώθηκα. Η δροσιά του δωματίου, ήρθε να στεγνώσει το σώμα μου και αναστέναξα, κοιτώντας το ταβάνι. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που ζούσα και ένα γέλιο μου βγήκε, όταν θυμήθηκα τις σκέψεις που είχα, καθώς έφτασα σε εκείνο το χωριό. Νόμιζα πως τα αναπάντεχα και τα ξαφνικά, είχαν μείνει πίσω μου για πάντα και πως στη Ξενιτιά, θα με περίμενε μόνο μια απλή, βαρετή καθημερινότητα. Το γέλιο έφτασε στο λαιμό μου και βγήκε πνιχτό. Φυσικά δεν γελούσα από ευτυχία, αλλά επειδή συνειδητοποίησα πως τίποτα δεν ήταν όπως το είχα φανταστεί. Η ζωή μου με ξεγέλασε και πάλι. Ή μήπως η μοίρα μου είχε μια παράξενη αίσθηση του χιούμορ; Ο Λέανδρος ήταν σίγουρα ένα από τα καλύτερά της δημιουργήματα, δίχως καμιά αμφιβολία. Αν και περισσότερο έμοιαζε με το ωραιότερο δημιούργημα του Θεού και όχι της τρελής μοίρας, που σίγουρα έμοιαζε με μια πονηρή μάγισσα.
«Λέανδρος.» σκέφτηκα το όνομά του δυνατά και αφαιρέθηκα για λίγο, κοιτώντας το υπερπέραν.
Μα μια απρόσμενη σκέψη όρμησε στο μυαλό μου και με τρομοκράτησε. Σήκωσα τη μπλούζα μου και κρύφτηκα, καθώς το βλέμμα μου περιπλανήθηκε γρήγορα στο χώρο. Αν με έβλεπε εκείνη τη στιγμή γυμνή; Χριστέ μου, τι ντροπή! Άνοιξα αμέσως το σάκο μου και άρχισα να ψαχουλεύω τα πράγματά μου, μουρμουρίζοντας πόσο άδικο ήταν, που δεν ήξερα αν είχα το προσωπικό χώρο που χρειαζόμουν. Ευτυχώς βρήκα μια μπλούζα και ένα τζιν, που είχα ξεχασμένα και τσαλακωμένα στο πάτο του σάκου. Τα κράτησα μπροστά μου και με βήματα επιφυλακτικά, σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο μάτια, που με παρακολουθούν, έτρεξα στο μπάνιο. Δεν θα μπορούσε να με βλέπει και εκεί. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ή μήπως ήταν;
«Ε όχι κι έτσι.» ψέλλισα, αβοήθητη.
Έκλεισα τη πόρτα και κάθισα στη κλειστή λεκάνη, αναστενάζοντας. Το θέμα με το “προσωπικό χώρο”, δεν το είχα σκεφτεί και ήταν μεγάλο πρόβλημα για εμένα, αφού δεν συνήθιζα να φανερώνομαι “ακάλυπτη” ούτε και μπροστά στη μητέρα μου. Πόσο μάλλον σε κάποιον...φαινομενικά άγνωστο. Αν με παρακολουθούσε τόσες μέρες καθώς άλλαζα, ορκιζόμουν πως θα τον σκότωνα.
«Θα τον σκότωνα;» μουρμούρισα και τη θέση του θυμού μου, πήρε ένα αίσθημα λύπης και προβληματισμού.
Δαγκώθηκα, αυτοχαστουκίζοντας τον εγωισμό μου και άρχισα να ντύνομαι. Ήμουν απαίσια που σκέφτηκα κάτι τέτοιο.
Μόλις φόρεσα τη μπλούζα μου, κατάλαβα πως είχε στα πλάγια ένα λεκέ από παγωτό φιστίκι, που είχα φάει στο δρόμο, πριν κάμποσες ημέρες. Η ανάμνηση της τέλειας γεύσης του όμως, δεν διόρθωνε το γεγονός πως φορούσα ένα λερωμένο ρούχο. Έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω μια μπουγάδα. Στο χέρι. Χωρίς πλυντήριο. Αυτό ήταν χειρότερο και από το να μην έχω καφέ στο σπίτι.
Βγήκα από το μπάνιο ντυμένη και αμέσως συγκέντρωσα σε ένα σωρό όλα τα άπλυτα, που είχαν μαζευτεί. Δεν ήταν πολλά, γιατί πολύ απλά δεν είχα πάρει όλα μου τα ρούχα από το σπίτι. Είχα φύγει τόσο βιαστικά, σαν κυνηγημένη. Φαντάστηκα πως τα υπόλοιπα ρούχα μου τα είχε κάψει ο Αλέξης στην αυλή του εξοχικού του, πίνοντας μπύρες γύρω από τη φωτιά, παρέα με τις ερωμένες του, σε ένα ξέφρενο πάρτι υπέρ της πολυγαμίας. Αχ! Αν δεν ήμουν τόσο υπερήφανη και...ανοιχτόμυαλη, όπως με αποκαλούσε, θα μπορούσα να πω, πως μου έλειπε ο τρόπος που δούλευε το μυαλό του με τις δικαιολογίες. Είχε ταλέντο στο να μπαλώνει καταστάσεις και με εξόργιζε το γεγονός πως έτσι, υποτιμούσε τη νοημοσύνη μου. Αυτές οι σκέψεις είχαν καταφέρει να με θυμώσουν για τα καλά εκείνο το πρωινό, με αποτέλεσμα να φτιάξω το καφέ μου ξεχνώντας τη ζάχαρη. Όταν τον δοκίμασα κατάλαβα πως η πίκρα της ζωής μου, ήταν λίγο λιγότερη από εκείνη που βρισκόταν μέσα στη κούπα μου. Έριξα δυο καλές κουταλιές ζάχαρη και ανακάτεψα με περίσσιο πάθος. Μισούσα το πικρό καφέ, όπως και οτιδήποτε άλλο πικρό.
Πήρα τη κούπα και βγήκα στο μπαλκόνι, για να αντικρίσω τη λίμνη που είχε δημιουργηθεί πάνω στα πλακάκια από τη χθεσινοβραδινή βροχή. Ευτυχώς θυμήθηκα να φορέσω παπούτσια, γιατί ήταν κάτι που διαρκώς αγνοούσα. Μου άρεσε να περπατώ ξυπόλητη, πόσο μάλλον σε εκείνο το ωραίο μπαλκόνι. Ο ζεστός καφές άχνιζε ακόμη μέσα στο χέρι μου, καθώς ακούμπησα στα κάγκελα, κοιτώντας τη θέα του βουνού. Η μυρωδιά του νωπού χώματος, είχε ανακατευτεί με εκείνη του ζεστού ψωμιού από τους φούρνους. Ήταν όλα τόσο ήσυχα στο χωριό εκείνη την ώρα. Κάτι που ποτέ δεν συνέβαινε στη πόλη. Αναρωτήθηκα αν έβγαλαν κάποιο πόρισμα, για την υπόθεση εκείνου του καημένου αγρότη. Αν και ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Κίνηση πάντως δεν υπήρχε στο δρόμο πάνω απ’ το σπίτι μου και γενικά η γειτονιά είχε ηρεμήσει. Μονάχα η φωνή μιας γυναίκας ηχούσε από την αυλή κάποιου σπιτιού στο βάθος. Φώναζε ένα όνομα και ύστερα μια παιδική φωνούλα απαντούσα από μακριά. Παρατήρησα επίσης κάποιες γραμμές καπνού να υψώνονται στον ορίζοντα, πάνω απ’ τις στέγες. Υπέθεσα πως η καταιγίδα, είχε τρομοκρατήσει τους χωρικούς και άναψαν τα τζάκια τους. Η αλήθεια ήταν πως δεν έκανε κρύο. Ο αέρας ήταν όμως δροσερός και αν το σπίτι μου δεν ήταν ειδυλλιακό, σίγουρα θα κρύωνα. Απορούσα τι θα γινόταν, όταν περνούσε το Καλοκαίρι. Που θα έβρισκα ξύλα για το τζάκι; “Αν είναι ανάγκη θα πάω στη πόλη να αγοράσω.” σκέφτηκα ανασηκώνοντας τους ώμους. Η επιθυμία μου να φύγω από εκεί, είχε τρέξει μακριά με μεγάλες δρασκελιές. Δεν ήθελα να εγκαταλείψω το σπίτι, δεν ήθελα να φύγω από κοντά του. Και δεν μπορούσα να πω, πως δεν υπήρχαν κάποια μικρά συρταράκια στο μυαλό μου, που δεν τον φοβόντουσαν καθόλου. Και μόνο η απόκοσμη φωνή του και το μυστηριώδη βλέμμα του, ήταν αρκετά για να νιώθω μια ανατριχίλα. Αλλά κάποιο άλλο, πιο δυνατό συναίσθημα υπερνικούσε το φόβο. Δεν είχα καταλάβει ακόμη τι πραγματικά ήταν αυτό.
Συνέχιζα να πίνω τον, πλέον, γλυκό μου καφέ, όταν με την άκρη των ματιών μου, είδα μια φιγούρα να περπατά στη καταπράσινη κατηφόρα. Για μια στιγμή, μες τον μυαλό μου, ήλπισα πως ήταν εκείνος, που γύριζε σπίτι, ύστερα από τη μεγάλη του απουσία. Μα αυτό δεν ήταν παρά ένα λογικό σενάριο, που ο νους μου έπλαθε για να ερμηνεύσει το απίστευτο. Και φυσικά, πάντα έπεφτε έξω και αποτύγχανε πανηγυρικά.
Γύρισα το κεφάλι μου για να δω τη Τερέζα, ντυμένη στα μαύρα, με το βλέμμα της κατεβασμένο. Μέσα σε εκείνο το υγρό πρωινό, φάνταζε τόσο τραγική, με το αργό της βήμα και τα κόκκινα μαλλιά της, που ανέμιζαν σαν φλόγες στον αέρα. Ταράχτηκα πολύ που την είδα έτσι και αφήνοντας το καφέ μου, κατέβηκα τα σκαλιά, για να μάθω τι συμβαίνει.
«Καλημέρα...» μίλησα πρώτη. «Είσαι καλά;» ρώτησα και πριν προλάβω να τελειώσω, ήρθε κοντά μου πιάνοντας μου το χέρι.
Τα μάτια και τα χείλη της ήταν πρησμένα και από το να βαμβακερό σκούρο ύφασμα που φορούσε, ερχόταν η μυρωδιά του λιβανιού.
«Συγνώμη που σε ενοχλώ, Μυρτώ. Απλά ήρθα να σε ενημερώσω.» είπε ξεροκαταπίνοντας και έβαλε το χέρι της στο στόμα, σφραγίζοντας εκεί έναν λυγμό.
«Για ποιο πράγμα;» απόρησα τρομαγμένη, μάλλον με έναν έντονο τόνο. Δεν έλεγχα τη φωνή μου.
«Θέλω να σου πω να προσέχεις, γιατί είσαι καινούρια εδώ. Ήθελε να έρθει να σε βρει ο αστυνομικός, αλλά δεν τον άφησα. Πίστεψα πως θα τρομάξεις.» είπε κλαψουρίζοντας.
«Τι να προσέχω, τι θέλεις να πεις;» βιάστηκα να ρωτήσω.
«Ο άντρας που πέθανε εχθές αργά το απόγευμα, ήταν συγγενής μου και...» ξέσπασε σε κλάματα και δεν μπορούσα να μην την πάρω στην αγκαλιά μου.
Τη λυπήθηκα τόσο πολύ. Όμως ήταν κάτι αναμενόμενο. Την είχα δει εχθές σε χειρότερη κατάσταση.
«Συλλυπητήρια...δεν ξέρω τι να πω.» ψέλλισα, νιώθοντας τον ώμο μου να βρέχεται από τα φρέσκα της δάκρυα.
Κάτι ψέλλιζε μέσα στο κλάμα της, μα δεν μπορούσα να την καταλάβω. Δεν γνώριζα πόσο κοντινός συγγενής ήταν εκείνος ο άντρας, μα δεν είχε και τόση σημασία. Ο θάνατος του ήταν φρικτός και αυτό που περνούσε η οικογένεια της Τερέζας, δεν μπορούσα καν να το φανταστώ.
«Θέλω να σου πω...» είπε και απομακρύνθηκε, κοιτάζοντας με με εκείνα τα κόκκινα μάτια. «Πώς αυτό το πλάσμα που σκότωσε το Πέτρο, είναι πολύ πιθανό να περιπλανιέται ακόμα στη Ξενιτιά.» συμπλήρωσε, μαζεύοντας τη μύτη της.
«Θα το βρουν όμως, έτσι;» ρώτησα με μια ελπίδα.
Μου έγνεψε με άγνοια, σκουπίζοντας τα δάκρυα στα μάγουλά της με μια κίνηση.
«Μην ανησυχείς. Θα το βρουν. Να προσέχετε μόνο τα παιδιά σας.» είπα, ενώ θυμήθηκα τη παιδική φωνούλα, που είχα ακούσει νωρίτερα.
«Η αστυνομία μας είπε ότι θα κάνει ό,τι μπορεί.» ψέλλισε κουρασμένα και ξεφύσηξε. «Μη περιπλανιέσαι μόνη σου, ναι;» με ρώτησε, χαϊδεύοντας με φροντίδα τις άκρες των μαλλιών μου.
Μου φάνηκε τόσο ευγενικό εκ μέρους της, που ήρθε να με βρει για να μου πει να προσέχω. Κάποιος άλλος, θα κοιτούσε μόνο τη δουλειά του, ενώ η Τερέζα, είχε σκεφτεί εμένα.
«Εντάξει.» της έγνεψα καταφατικά. «Σε ευχαριστώ.» συμπλήρωσα λυπημένα.
«Φεύγω, τώρα.» ψέλλισε και μου γύρισε αργά τη πλάτη.
«Τα συλλυπητήριά μου και στη κυρία Καλλιρρόη.» φώναξα, δίχως να θέλω να φανταστώ τις ώρες που περνούσε.
Άρχισε να ανηφορίζει με βήματα μουδιασμένα, ενώ εγώ στεκόμουν εκεί, στο χωμάτινο μονοπάτι ανάμεσα στο χορτάρι. Η ιστορία του αγρότη με είχε σοκάρει από τη πρώτη στιγμή, μα δεν είχα σκεφτεί πως ο θάνατος του θα έριχνε σε πένθος, ανθρώπους που γνώριζα. Ήταν τραγικό. Ευχόμουν μονάχα εκείνο το ζώο να πιανόταν σύντομα, ώστε να μην κινδυνεύσει κάποιος άλλος.
Ανέβηκα στο μπαλκόνι και παίρνοντας τη κούπα μου, χώθηκα μέσα στο σπίτι, αφού ο κόσμος γύρω μου, δεν μου φαινόταν πια τόσο φιλικός. Δεν θα με πείραζε και να έμενα για μέρες εκεί μέσα, αρκεί κάποια στιγμή, να άκουγα πως όλα ήταν εντάξει. Η Ξενιτιά είχε μπει στη καρδιά μου και με πλήγωνε το γεγονός πως κάποιο άγριο θηρίο, απειλούσε την ηρεμία και την ασφάλειά της. Έκλεισα πίσω μου τη πόρτα και κάθισα στο καναπέ, βγάζοντας τα παπούτσια μου. Ένας φωτεινός ήλιος φανερωνόταν ανάμεσα απ’ τις βουνοκορφές και  σύντομα το τζάμι του παραθύρου μου, φωτίστηκε από ένα ρομαντικό κιτρινωπό φως. Ήταν ένα, αρκετά, ζωντανό φως, σε σχέση με την εικόνα του ουρανού, που είχα από εχθές.
«Δύσμοιρη Τερέζα...» ψέλλισα μπροστά στη κλειστεί τηλεόραση, πλέκοντας σκεπτική τα δάχτυλά μου, μέσα στα μαλλιά μου.
Αισθανόμουν άσχημα για όλους τους κατοίκους του χωριού, καθώς σκέφτηκα το φόβο, που θα τους έκανε να περνούν περισσότερες ώρες μέσα στα σπίτια τους. Για εμένα την ίδια, δεν με ένοιαζε σχεδόν καθόλου. Μέσα σε εκείνους τους τοίχους, μόνο εγκλωβισμένη δεν αισθανόμουν. Παρόλα αυτά, το μυαλό μου γυρνούσε στα πράγματα που θα μπορούσαν να μου λείψουν, μέσα σε εκείνες τις εικοσιτέσερις ώρες (τόσο υπολόγιζα πως θα κρατούσε πάνω – κάτω το κυνηγητό). Είχα φαγητό και όλα όσα χρειαζόμουν. Δεν πίστευα πως θα είχα κάποιο πρακτικό πρόβλημα.
Πήγα να σηκώσω τη κούπα μου για να πιω μια ακόμη γουλιά απ’ το καφέ, μα συνειδητοποίησα πως πια είχε κρυώσει. Μια παγωμένη γλυκιά αίσθηση ένιωσα να κατεβαίνει στο λαιμό μου, καθώς αποφάσισα πως το όλο θέμα του πρωινού, “κάθομαι και χαζολογώ πίνοντας καφέ”, είχε φτάσει στο τέλος του. Είχε έρθει η ώρα να καταπιαστώ με μερικές δουλειές και συγκεκριμένα με τη πιο βασική και αναγκαία: το πλύσιμο των ρούχων μου. Δεν έπαιρνε άλλη καθυστέρηση. Ήταν θέμα αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού.
Πέρασα αρκετή ώρα με το πλύσιμο και τολμώ να ομολογήσω πως το να πλένω στο χέρι, δεν ήταν και το πιο ευχάριστο ή διασκεδαστικό πράγμα στο κόσμο. Θυμήθηκα τότε τη γιαγιά μου που, όταν ήμουν μικρή, κάθε φορά που παραπονιόμουν για την απόφαση της μητέρας μου να μου αναθέσει να βάλω πλυντήριο, έλεγε τη φράση “τι να λέγαμε και εμείς παλιά, που πλέναμε στο χέρι”. Τα λόγια της γιαγιάς μου, είχαν ξαφνικά αποκτήσει τη βαρύτητα που έπρεπε.
Όταν τελείωσα, βιάστηκα να τα κρεμάσω έξω στο σχοινί, όσο ακόμη υπήρχε ήλιος και η ατμόσφαιρα ήταν ξερή. Το μεσημέρι ήταν η κατάλληλη ώρα για μία τέτοια δουλειά και ήλπιζα να μην με προλάβει κάποια μπόρα.
Ήταν γύρω στη μία, όταν μπήκα στο σπίτι με τα χέρια μου φουσκωμένα και τα μισά μου ρούχα καταβρεγμένα, από τη προσπάθειά μου να σκύψω πάνω από τη λεκάνη και να τρίψω με επιμέλεια τους λεκέδες. Δεν είχα όμως τη πολυτέλεια να αλλάξω. Το μόνο που έκανα, ήταν να ανοίξω τη τηλεόραση και να μαγειρέψω, ώστε να περάσει η ώρα. Το στομάχι μου γουργούριζε, υπενθυμίζοντάς μου, πως είχε έρθει η στιγμή του γεύματος. Ευτυχώς οι σωματικές μου λειτουργίες, δεν επηρεαζόντουσαν πια από τη χθεσινοβραδινή αποκάλυψη. Σε σχέση με τότε, που δεν ένιωθα παρά έναν πόνο και ένα κόμπο στο στομάχι, πεινούσα πολύ, σε σημείο να θέλω να φάω ακόμη και ξερό ψωμί. Έφτιαξα μια πλούσια ομελέτα με τυρί και λαχανικά, που είχα αγοράσει σε μια πράσινη συσκευασία με το όνομα “Παράδοση και γεύση”. Ήταν τοπικό προϊόν. Και αυτό. Θυμάμαι το πωλητή να με προτρέπει να αγοράσω τα δικά τους πράγματα. Ίσως να πίστευε πως θα τους έκανα διαφήμιση, όταν θα γύριζα στη πόλη. Ήλπιζα μόνο να μην περίμενε περισσότερη πελατεία σύντομα, γιατί το να εγκαταλείψω τη Ξενιτιά, δεν ήταν πλέον στα μελλοντικά μου σχέδια.
Κάθισα να φάω μπροστά στη τηλεόραση, αλλάζοντας διαρκώς τα κανάλια. Εκτός από κάποιες πρωινές εκπομπές, που αποχαιρετούσαν με τα τελευταία τους πλάνα τους τηλεθεατές και κάνα δυο παλιά σήριαλ, που έπαιζαν σε επαναλήψεις ξανά και ξανά εδώ και χρόνια, δεν υπήρχε τίποτα να δω. Έβαζα στο στόμα μου μια πιρουνιά και συνέχιζα να κάνω ζάπινγκ, πιο πολύ μηχανικά, παρά από την ανάγκη μου να παρακολουθήσω κάτι. Στα μισά του φαγητού μου, έπεσα τυχαία πάνω σε ένα τοπικό κανάλι, που μιλούσε για το χθεσινό συμβάν. Μια ωραία γυναικεία φωνή, τόνισε με έντονα σύμφωνα τις λέξεις “δολοφονικό ζώο” και “θύμα”. Ένα κομμάτι κόκκινης πιπεριάς, σφηνώθηκε στο λαιμό μου και χρειάστηκε να πιω μερικές γουλιές νερό, για να αποτρέψω το πνιγμό. Τα πλάνα από το κτήμα του Μαυρόπυργου, ήταν ανατριχιαστικά και μου επανέφεραν αμέσως το συναίσθημα εκείνης της νύχτας. Δεν μπόρεσα όμως να αγνοήσω το γεγονός πως σε εκείνο το χωράφι, το χώμα ήταν τελείως ξερό και άγονο, ενώ αντίθετα, σε οποιοδήποτε άλλο κτήμα, που είχε πέσει το μάτι μου, η γη ήταν καταπράσινη, σπαρμένη και όμορφη από τα πρώτα σημάδια σοδειάς. Ήταν φυσιολογικό αυτό; Η σοβαρή κυρία που μιλούσε στη τηλεόραση πάντως, δεν ανέφερε τίποτα. Θεώρησα πως ήταν λοιπόν, μια δική μου λανθασμένη αντίληψη, που πήγαζε μέσα από την άγνοια που είχα για οτιδήποτε είχε σχέση με τη γεωργία. Το πλάνο άλλαξε, μόλις αναφέρθηκαν οι παρά πάνω λέξεις και στην οθόνη εμφανίστηκε ένας ψηλόλιγνος άντρας, με σταφιδιασμένα μάγουλα και βαθύ βλέμμα. Ήταν ένας από τους αστυνομικούς. Ανέφερε πως έπρεπε να μείνουμε όλοι σπίτια της, ειδικά το βράδυ και πως την υπόθεση την είχαν αναλάβει πλήρως εκείνοι και η έρευνα για να βρουν το ζώο – δολοφόνο, θα ξεκινούσε πολύ σύντομα. Για τη νεκροψία, που ενστικτωδώς με ενδιέφερε να μάθω, δεν αναφέρθηκαν πολλά. Φαντάστηκα πως όλα βρίσκονταν σε εξέλιξη και δεν ήθελαν να δώσουν πολλές πληροφορίες, μέχρι να επιβεβαιωθούν τα γεγονότα. Πήρα μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας τελείως απροστάτευτη. Το αστείο ήταν πως θαύμασα τα δάση που υψώνονταν στα ριζά του βουνού και ήθελα να πάω εκεί, να περπατήσω. Χριστέ μου. Ποιος με είχε φυλάξει και δεν το έκανα τότε; Ίσως να ήμουν εγώ η νεκρή τώρα και εκείνο το κανάλι να έλεγε το δικό μου όνομα, αντί για το “Πέτρος Καρπέρης” η φωνή της κυρίας θα πρόφερε ψυχρά το όνομα “Μυρτώ Κρυστάλλη”.

📌Λίγο αδιάφορο κεφάλαιο αλλά έπρεπε να γραφτεί για να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την ηρωίδα, τις σκέψεις της, τη καθημερινότητα της. ❤️
Υπόσχομαι πως τα επόμενα κεφάλαια θα είναι πιο ενδιαφέροντα, με περισσότερους διαλόγους. Λίγη υπομονή. 🙌
Γενικώς προσπαθώ να φερθώ σαν μια συγγραφέας που γράφει ένα κανονικό βιβλίο... οπότε για αυτό αναλύω και γράφω με τέτοιο τρόπο. Δεν ξέρω αν σου αρέσει. Ήλπιζα όμως να σε ταξιδεύει έστω και λιγάκι. ☺️

Ρία🖤

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon