11.ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ

145 19 1
                                    

11.ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ

Πετάχτηκα απ’ τον ύπνο μου λαχανιασμένη, κοιτώντας τριγύρω μου με πανικό.
Για λίγα δευτερόλεπτα, δεν ήμουν ικανή να αναγνωρίσω τίποτα. Όλα γύρω μου έμοιαζαν θολά και άγνωστα. Νόμιζα πως το όνειρο που είχα δει, το είχα ζήσει και τότε, βρισκόμουν στο αβάσταχτο σημείο να αντιμετωπίσω το θάνατό του. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου με δύναμη, ενώ ξανά κοίταξα το χώρο γύρω μου. Το σπίτι ήταν ήρεμο και απ’ τα παράθυρα τρύπωνε ένα κίτρινο θολό φως, κάνοντάς με να ηρεμήσω και να μπορέσω να καταλάβω πως ό,τι και αν ήταν, είχε πια περάσει.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και έγλυψα τα στεγνά μου χείλη. Είχε ξημερώσει. Και εκείνος είχε φύγει. Σκούπισα τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο μου, συνειδητοποιώντας το όνειρο. Ένα τέλειο όνειρο, που κατέληξε σε πραγματικό εφιάλτη.
«Χριστέ μου!» ψέλλισα, ζαλισμένη.
Ανασηκώθηκα στο καναπέ, καθώς προσπάθησα να διώξω απ’ το μυαλό μου την ματωμένη του μορφή.
Εκείνη τη στιγμή, είδα πως ήμουν σκεπασμένη με τη κουβέρτα μου. Εγώ όμως δεν θυμόμουν να την είχα πάρει από το κρεβάτι. Χαμογέλασα αδύναμα, καθώς άγγιξα το μαλακό ύφασμα, ενώ τον φανταζόμουν να πηγαίνει να μου τη φέρνει. Φοβόταν μην κρυώσω. Νοιαζόταν για εμένα. Έσφιξα ξανά τα μάτια μου, εισπνέοντας τη πρωινή ζεστή ατμόσφαιρα, που ήταν ανακατεμένη με το αχνό άρωμα τριαντάφυλλου, που σιγά - σιγά άρχιζα να συνηθίζω. Θα ένιωθα πραγματικά χαρούμενη, αν δεν είχα δει εκείνο το παράξενο όνειρο. Τι ήταν...γιατί το είχα δει...τι σήμαινε...πώς κατάφερε το μυαλό μου, να πλάσει μια τέτοια ιστορία; Με έπιανε ταχυπαλμία, κάθε φορά, που άφηνα τη μνήμη μου να το ξανά ζει με λεπτομέρειες. Ειδικά το τελευταίο μέρος, που ήταν σκέτος εφιάλτης.
Σηκώθηκα επάνω και πήγα αργά προς τη κουζίνα, για να φτιάξω καφέ. Η μέση μου πονούσε, μάλλον από την άβολη στάση, που με είχε πάρει ο ύπνος και το δεξί μου χέρι, είχε ελαφρώς μουδιάσει. Έπιασα το μπρίκι με αρρωστημένη αδυναμία και αφού έβαλα μέσα λίγο καφέ και ζάχαρη, το άφησα να βράσει, ενώ σωριάστηκα στη καρέκλα της κουζίνας. Ήμουν τόσο εξουθενωμένη. Όχι τόσο σωματικά, όσο ψυχολογικά. Και όσο και αν προσπαθούσα να σβήσω από τη μνήμη μου εκείνες τις εικόνες, άλλο τόσο εκείνες επέμεναν να με στοιχειώνουν. Είχαμε ανταλλάξει ένα θανατερό φιλί. Ύστερα τον είδα να πεθαίνει. Να ματώνει. Μπροστά στα μάτια μου.
Ήμουν τόσο χάλια ψυχικά, που δεν κατάφερα να μείνω άλλο μέσα στο σπίτι. Κάτι με έπνιγε. Ένα πλάκωμα στο στήθος, δεν με άφηνε να αναπνεύσω και ήξερα πως αυτό ήταν θλίψη. Καθαρή, βαθιά θλίψη. Αλλά και άγχος, που έκανε το στομάχι μου να πονάει, με έναν παράξενο τρόπο, σαν να με σκάλιζαν από μέσα, τα ίδια μου τα σωθικά.
Δίχως να έχω άλλη επιλογή, φόρεσα αμέσως τις παντόφλες μου και καθώς έβαλα το καφέ σε μια κούπα, δραπέτευσα στο μπαλκόνι. Το χωριό ήταν φωτεινό και λίγη υγρασία κολλούσε στο δέρμα μου, μα δεν έκανε κρύο. Μονάχα μια ανοιξιάτικη ψύχρα που άντεχα, κρυμμένη μέσα στις πιτζάμες μου. Ακούμπησα τους αγκώνες μου στα κάγκελα και άρχισα να κατεβάζω αργές, μικρές γουλιές καφέ, γιατί φοβόμουν με τη καφεΐνη, μην γίνει χειρότερα το στομάχι μου. Έπρεπε να φάω κάτι, μα δεν μπορούσα. Ένιωθα πως δεν θα δεχόταν τίποτα ο οργανισμός μου, μέχρι να μπορέσω να συνέλθω και να μου φύγει αυτό το πλάκωμα στο στήθος. Συνεχώς αναστέναζα με ορμή, σαν να προσπαθούσα να βγάλω κάτι από μέσα μου. Όμως εκείνο δεν έβγαινε. Παρέμενε σφηνωμένο στο κέντρο του στήθους μου. Θεέ μου! Η λογική μου με ρωτούσε ασταμάτητα, γιατί είχα επηρεαστεί τόσο πολύ! Ήταν απλώς ένας αναθεματισμένος εφιάλτης και τίποτα παρά πάνω. Η καρδιά μου όμως απαντούσε με μια σιγανή, ευάλωτη φωνή, πως φοβόταν. Φοβόταν μην βγει αληθινό. Γιατί και από μόνο του, έμοιαζε τόσο ζωντανό. Έτρεμα, σαν το φυλλαράκι στον άνεμο, για εκείνον. Φοβόμουν μην πάθει κάτι. Φοβόμουν το οτιδήποτε. Και αυτό το συναίσθημα, τραβούσε τη καρδιά μου, σε μονοπάτια τόσο ξεχασμένα και ίσως εντελώς πρωτόγνωρα. Έσφιξα τη ζεστή γροθιά μου, που είχε κάψει από τη θερμότητα της κούπας, στυλώνοντας το βλέμμα μου ψηλά, στο σημείο όπου το βουνό χανόταν μέσα στην ομίχλη. Και σκέφτηκα τα μάτια του, τα χείλη, τη φωνή του και ύστερα αφαιρέθηκα σε μια άγνωστη, βαθιά επιθυμία. Τότε, εκείνο το χλωμό πρωινό, ήταν που παρέδωσα τα όπλα μου και συνειδητοποίησα και αποδέχτηκα, πως είμαι ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ μαζί του.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now