25.Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

83 18 1
                                    

25.Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Κάθισα πάνω στο τραπέζι, γιατί είχε άρχισε να με ενοχλεί η μέση μου από την ορθοστασία και αυθόρμητα, άνοιξα το ραδιόφωνο. Η κεραία ήταν κλειστή και το τραγούδι που έπαιζε, ήταν θολό πίσω από το ενοχλητικό βουητό. Τράβηξα τη κεραία και ξεκίνησα να αλλάζω τους σταθμούς, μέχρι να βρω έναν ήχο, που να με ικανοποιεί.
«Άφησέ το!» άκουσα τη φωνή του ξαφνικά.
Το χέρι μου πάγωσε πάνω στη ροδέλα. «Που;» τον ρώτησα.
Μέσα στο μπερδεμένο βουητό, είχε καταφέρει να ξεχωρίσει κάτι, που του άρεσε. 
«Στο προηγούμενο.» απάντησε και πλησίασε κοντά.
Γύρισα μια φορά και από το ηχείο, ακούστηκε μια κλασική μακρόσυρτη μελωδία, σαν βαλς, που πλαισιωνόταν από τους ήχους του πιάνου και του βιολιού.
«Μότσαρτ!» ψέλλισε και τα βήματά του σταμάτησαν.
Το πρόσωπο του, είχε μαλακώσει και μπορούσα να καταλάβω, πως είχε μνήμες από εκείνο το κομμάτι.
Εγώ δεν άκουγα ποτέ τέτοια μουσική, μα όχι από επιλογή, αλλά επειδή ποτέ δεν είχε τύχει, να μπω σε αυτό το μουσικό μονοπάτι.
Πλησίασε στο τραπέζι, όπου καθόμουν. Το χέρι του άγγιζε την επιφάνειά του και τα μάτια του ήταν χαμηλωμένα...ατένιζαν κάποιες παλιές, εύθυμες αναμνήσεις. Θα μπορούσα να κοιτάζω για πάντα εκείνο το πανέμορφο πρόσωπο, που είχε μια θλιμμένη, τέλεια όψη, λες και είχε ζωντανέψει από κάποιο πίνακα ζωγραφικής.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα δίχως να ανταλλάξουμε κουβέντα. Εκείνη η μουσική όμως, ήταν αρκετή, για να γεμίσει κάθε κενό. Ήταν όμορφη και σε βύθιζε σε μια ωραία αρμονία εσωτερικής γαλήνης. Καταλάβαινα γιατί του άρεσε.

Δεν πέρασαν δύο λεπτά, όταν σήκωσε αργά τα μάτια του και με κοίταξε, με έναν τρόπο, που δεν συνήθιζε να με κοιτά συχνά. Είχε επιθυμία και λαχτάρα για κάτι, που ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δεν θα δημιουργούσε κανένα κακό.
«Χόρεψε μαζί μου.» μου είπε σιγανά και άπλωσε το χέρι του μπροστά μου.
Πήρα μια ανάσα, κρύβοντας ένα χαμόγελο μέσα στα μαλλιά μου.
Ήταν δυνατόν να μου ζητούσε να χορέψουμε; Κάτι στη καρδιά μου, μου έλεγε, πως αυτή η στιγμή, θα ήταν μία από τις πιο όμορφες της ζωής μου.
Σήκωσα το χέρι μου, κοιτώντας τις καμπυλωτές, μεγάλες γραμμές των χεριών του, γνωρίζοντας πως δεν θα τα καταφέρω. Τα δάχτυλά μου, τον άγγιξαν. Δροσιά και ελαφρύ κρύο, με σκέπασε. Μα δεν είχα σκοπό να τα παρατήσω τόσο εύκολα. Προσπάθησα να τον πιάσω. Αλλά το χέρι μου έφευγε μέσα από το δικό του.
Ένα λυπημένο επιφώνημα, σφηνώθηκε στα χείλη μου. Η θέληση μου, ήταν έτοιμη να σπάσει μέσα στο στήθος μου.

Μου χαμογέλασε ήρεμα. «Έλα εδώ.» μου είπε και απομακρύνθηκε από το τραπέζι.
Κατέβηκα κάτω και τον πλησίασα, μαγνητισμένη, από το χέρι του, που ήταν ακόμη τεντωμένο. Πώς θα μπορούσα να αρνηθώ, εκείνα τα χέρια; Εκείνο τον άνθρωπο;
«Πιο κοντά.» είπε...το βλέμμα του ήταν καθαρό και γαλήνιο.
Έκανα μερικά βήματα πιο κοντά του, καθώς ήρθα αντιμέτωπη με τη μυρωδιά του πουκάμισου του. Μεθυστικό τριαντάφυλλο! Με υπνώτιζε, μα ταυτοχρόνως, ήμουν τόσο ξύπνια εκείνη τη στιγμή.
«Απλώς...αφέσου.» μου ψιθύρισε, ενώ η ζεστή του ανάσα, χάιδεψε τα μάγουλά μου.
Το ένα του χέρι, πέρασε πίσω στη μέση μου και το άλλο έπιασε τη δεξιά παλάμη μου. Δεν ένιωθα τίποτα, παρά μόνο εκείνη τη δροσιά, μα τελικά...δεν με ένοιαζε και τόσο. Με κρατούσε εκείνος και για τους δυο μας. Και τα μάτια του με κοιτούσαν προσηλωμένα, λάμποντας, σαν να ήμουν το πιο σπουδαίο πράγμα πάνω στη γη.
Όχι, δεν ήμουν. Ίσως να μην μου άξιζε εκείνο το βλέμμα. Δεν ήμουν πάρα μια πληγωμένη ύπαρξη, γεμάτη λάθη, αδυναμίες και ενοχές. Δεν ήμουν σημαντική. Ποτέ δεν ήμουν. Μα αν είχα τη δύναμη να αλλάξω εκείνο το βλέμμα, δεν θα  μπορούσα να το κάνω. Η ψυχή μου, δεν θα μου επέτρεπε να της στερήσω, εκείνη τη σχεδόν θεϊκή στιγμή.

Αρχίσαμε να κουνιόμαστε ήσυχα, στο ρυθμό της ήρεμης μουσικής, καθώς ένιωθα το σώμα μου αδύναμο, λιωμένο σαν βούτυρο μέσα στα χέρια του. Μα η καρδιά μου, χτυπούσε δυνατά, σαν τύμπανο στο θώρακά μου, λες και την άγγιζε ο ίδιος ο θάνατος και η ζωή μαζί.
Κάπως έτσι θα έμοιαζε και ο Παράδεισος: ήσυχος, μαγικός, μεθυστικός, όπως και εκείνος ο χορός μαζί του.
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» χαμογέλασα, ξεχνώντας να αναπνεύσω.
Το ασημογάλανο βλέμμα του, δεν αποτραβιόταν ούτε δευτερόλεπτο από το δικό μου και αμφέβαλλα αν ανοιγόκλεινε ακόμη και τα βλέφαρά του.
Μου χαμογέλασε αχνά και ανάμεσα από τα δροσερά του χείλη, έλαμψε μια σειρά από ολόλευκα δόντια. Είχε ένα μικρό κενό ανάμεσα στους κυνόδοντες του, που θα χωρούσε να περάσει ανάμεσα ένα λεπτό φύλλο χαρτί. Επίσης το λακκάκι στο σαγόνι του, κρατούσε πάντα λίγο περισσότερο νερό, σαν μια μικρή λίμνη, που θα ξεδιψούσε τα στεγνά μου χείλη.
Έσφιξα τα μάτια μου. Εκείνες οι λεπτομέρειες! Εκείνες, μου έκαναν μεγάλη ζημιά. Και έτσι όπως “ταράχτηκα”...σφίχτηκα και το χέρι μου, γλίστρησε από το δικό του.
«Πρέπει να είσαι χαλαρή, για να μπορώ να σε κρατάω.» μου είπε ήρεμα.
Ανέπνευσα απ’ το στόμα και τον άφησα ξανά να με κρατήσει. Φάνηκε ευχαριστημένος. 
«Τι με ρώτησες;» απόρησε και ανοιγόκλεισε δυο φορές τα βλέφαρά του, σαν να ξύπνησε από κάποιο όνειρο.
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι.» του ξανά είπα. 
«Απλώς προσπαθώ...» είπε με ένα στραβό χαμόγελο. «Να αποτυπώσω αυτό το πρόσωπο στη μνήμη μου για πάντα.» συνέχισε και εγώ ένιωσα σαν να βυθίζομαι, σε μια λίμνη από σύννεφα.
«Για πάντα...» μουρμούρισα και συνεχίσαμε να χορεύουμε.

Όταν η μουσική τελείωσε, με άφησε και αναστέναξε βαθιά. Στάθηκα μετέωρη, παραζαλισμένη, να τον κοιτάζω.
«Λυπάμαι, μα πρέπει να φύγω.» είπε σιγανά, φανερά δυσαρεστημένος. «Πήγε αργά.» συνέχισε.
Κοίταξα αμέσως το ρολόι μου και είδα την ώρα. Τρεις τα ξημερώματα.
«Πήγαινε.» του είπα και έριξα ένα βλέμμα στη πόρτα ανήσυχη.
«Δεν θα έρθουν απόψε.» με καθησύχασε. «Πέσε να κοιμηθείς.» χαμογέλασε ελαφρά.
«Καληνύχτα, Λέανδρε.» ψέλλισα.
«Καληνύχτα, Μυρτώ.» είπε και χάθηκε σαν όνειρο.
Έσφιξα τα χέρια μου πάνω στο στήθος μου, κλείνοντας τα μάτια, καθώς προσπαθούσα να φανταστώ την αίσθηση των χεριών του. Ήμουν ακόμη κρύα. Μα τα μάγουλά μου έκαιγαν.
«Χριστέ μου!» μουρμούρισα, παραδομένη στον έρωτά μου για εκείνον.
Φίλησα τα χέρια μου, σαν να φιλούσα τα δικά του. Και τι δεν θα έδινα για να τον αγγίξω. Να τον νιώσω. Να τον πιάσω, σάρκα με σάρκα. Μα το ότι ήταν έτσι: άυλος, σαν άπιαστο όνειρο, πάντα πίστευα πως του ταίριαζε περισσότερο.
Πήγα στο κρεβάτι μου μια ώρα αργότερα και ο ύπνος με πήρε, με τη σκέψη του στο μυαλό μου. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε λέξη, κάθε κίνηση και κάθε ζεστή ανάσα, είχε χαραχθεί στο νου μου, με έναν τρόπο, που ήξερα πως ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το μικρό χορό μας, στη μισοσκότεινη ταπεινή κουζίνα του σπιτιού.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now