20.ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ

82 18 1
                                    

20.ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ

Το ξύλο, με το οποίο έπαιζε πριν, του είχε πέσει από τα χέρια και εκείνος είχε ακουμπήσει τη πλάτη του στο τοίχο, με μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο. Δεν είχα καταλάβει τι είχε συμβεί.
Ήταν σαν να είδε φάντασμα.


«Τι έπαθες;» τον ρώτησα ανήσυχα και έβαλα γρήγορα το μπρίκι πάνω στη φωτιά.


Τον πλησίασα.


Ξεροκατάπιε, τρέμοντας. Το πρόσωπο του ήταν μούσκεμα. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έσταζε ολόκληρος και τα μάτια του, ήταν καρφωμένα πάνω από τον ώμο μου.


Προσπάθησα να καταλάβω, που κοιτούσε, με το να γυρίσω και εγώ το βλέμμα μου στο σημείο, που με τόσο τρόμο αντίκριζε. Ήταν η φωτιά της κουζίνας αερίου, που βούιζε λιγάκι καθώς ζέσταινε το καφέ.


«Τόσο πολύ τη φοβάσαι;» ψέλλισα, συγκλονισμένη.


Έβαλε το χέρι του στο στήθος του και χαμήλωσε το κεφάλι, με ένα ύφος πόνου. «Δεν...είναι μόνο...αυτό.» συλλάβισε. Σήκωσε τα βρεγμένα μάτια του. «Με...καίει...εδώ....μέσα!» ψέλλισε με ένα βήξιμο.


Κοίταξα την εστία, μη μπορώντας να πιστέψω πως, μια τόση δα μικρή φλόγα, μπορούσε να έχει τόση επιρροή, σε έναν άντρα σαν εκείνον.


«Ας απομακρυνθούμε από εδώ.» του είπα και του έκανα νόημα να προχωρήσουμε προς το καθιστικό.


Τον "έβαλα" να καθίσει στο καναπέ. Ανάσαινε με δυσκολία και εγώ υπέφερα. Το δέρμα και τα ρούχα του έσταζαν αδιάκοπα.


«Περίμενε εδώ.» του είπα και έτρεξα στο υπνοδωμάτιο.


Άρπαξα από τη ντουλάπα μια καθαρή πετσέτα, που χρησιμοποιούσα για τα μαλλιά μου και επέστρεψα κοντά του.


«Ορίστε.» βιάστηκα να πω και του την έδωσα.


Τη πήρε και σκούπισε το πρόσωπό και τα χέρια του, καθώς έγειρε το κεφάλι του πίσω στο καναπέ. Ο λαιμός του γυάλιζε σε κάθε του σπιθαμή, καθώς τον άκουγα να προσπαθεί να αναπνεύσει.


Όταν υπέφερε, η καρδιά μου σκιζόταν και ένιωθα σαν να πονούσα και εγώ. Έκατσα περίλυπη απέναντί του, στη πολυθρόνα, με τα χέρια στο στόμα μου. Αν ήξερα πως τον επηρέαζε τόσο η φωτιά, στ' αλήθεια δεν θα έπιανα σπίρτο στα χέρια μου.


«Συγνώμη.» ψέλλισα, ενώ τον έβλεπα να καλυτερεύει.


Τουλάχιστον δεν πνιγόταν πια και η ανάσα του μπαινόβγαινε αθόρυβα.


«Απλώς...» είπε και έδειξε προς τη κουζίνα. «Κλείσε τη φωτιά, μόλις ο καφές είναι έτοιμος.» είπε και ξανά σκουπίστηκε.


Του έγνεψα θετικά και πήγα ξανά στη κουζίνα. Η επιφάνεια του καφέ, εμφάνιζε τις πρώτες του φουσκάλες και βιάστηκα να κλείσω το μάτι, σιχτιρίζοντας από μέσα μου. Γιατί έπρεπε να γίνει αυτό; Για ένα λεπτό, μίσησα ακόμη και το σπίρτο, που έπιασα νωρίτερα.


Έβαλα το καφέ στη κούπα και πλησίασα ξανά στο καθιστικό. Έμοιαζε πολύ καλύτερα, αν και τα μάτια του ήταν λίγο κομμένα.


Σήκωσε το κεφάλι του για να με κοιτάξει κουρασμένα. Μα στη συνέχεια χαμογέλασε.


«Η περισσότερη ώρα που έχω κάτσει δίπλα σε φωτιά, από τότε που...» είπε, αλλά κάτι τον διέκοψε.


Από τότε που ήταν έτσι, εννοούσε. Κούνησα το κεφάλι μου.


«Είναι ένα λεπτό και τρία δευτερόλεπτα.» ολοκλήρωσε και παραμέρισε τα μαλλιά του προς τα πίσω.


«Το έκανες επίτηδες;» τον ρώτησα, καθώς φύσηξα και ήπια λίγο από το καφέ.


Μου έγνεψε θετικά. «Έκανα μέρες να συνέλθω.» γέλασε, μα εγώ δεν γελούσα καθόλου. «Σε αυτό το στάδιο της ζωής μας, ήμαστε πολύ ευαίσθητοι στη θερμότητα.» είπε και αναστέναξε, κοιτώντας τα σφιγμένα του χέρια.


Ο πληθυντικός, μου χτύπησε λίγο περίεργος στο αυτί. Μα ήξερα γιατί τον χρησιμοποίησε. Ο άγνωστος που ήρθε χθες σπίτι, του υπενθύμισε πως υπήρχαν κι άλλοι που πέρασαν από εκείνη τη κατάσταση.


Επίσης, επιβεβαίωσα τα λόγια της Κίνυρας: με φωτιά θα αφανιστεί. Πράγματι. Η φωτιά ήταν θανατηφόρα για εκείνον. Και για αυτό, άρχιζα να τη μισώ.


«Αργότερα, σας επηρεάζει το ίδιο;» απόρησα.


«Όχι, τόσο. Παρόλα αυτά, είναι εχθρός μας. Είναι το αντίθετο απ' ότι εμείς. Ήμαστε το νερό. Είναι η φωτιά. Νερό και φωτιά, δεν συμβιώνουν ποτέ μαζί. Κάποιο από τα δύο θα νικήσει. Και συνήθως είναι...εκείνη.» μου εξήγησε μελαγχολικά.


«Κατάλαβα.» μουρμούρισα, πίνοντας άλλη μια γουλιά, προσέχοντας να μην κάψω τη πληγή μου. «Μα αν πραγματικά είναι εχθρός σας η φωτιά, θα μπορούσα εχθές να διώξω εκείνον τον άντρα.» σκέφτηκα δυνατά, με θάρρος.


«Έτσι είναι. Αλλά μέχρι να την ανάψεις...» μου είπε και έσφιξε τα χείλη του, σαν να λυπόταν για εμένα.


«Σωστά. Δεν θα προλάβαινα.» μουρμούρισα αποθαρρυμένη και έκανα μια γκριμάτσα τρόμου.


«Μη φοβάσαι, για όσο εγώ θα είμαι...»


Η πόρτα χτύπησε ξαφνικά, διακόπτοντας τον. Μα δεν προλάβαμε να αντιδράσουμε, γιατί η Τερέζα, μπήκε μέσα σιγά - σιγά, ψελλίζοντας το όνομά μου. Η πόρτα άλλωστε, ήταν τόσο εύκολο να την σπρώξει κανείς και να μπει.

📌 Θα καταλάβει (προαισθανθεί) άραγε η Τερέζα, πως κάποιος τρίτος βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο? 🤔

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now