12.Η ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ

118 16 1
                                    

12.Η ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ

Έμεινα μόνη ξανά. Γλίστρησα στο τραπέζι, μισοξαπλωμένη πάνω στο δεξί μου μπράτσο. Υπήρχε τόση ηρεμία στο σπίτι, που ένιωθα τα αυτιά μου να βουίζουν. Όταν άρχισα να ακούω τους δείκτες του ρολογιού μου, που χτυπούσαν σαν καρδιοχτύπια. Δεν ήθελα όμως να κοιτάξω ακόμη την ώρα. Έμεινα ακίνητη, παρατηρώντας τον ουρανό να μαυρίζει και να χώνεται μέσα σε ένα σύννεφο ομίχλης. Όμως δεν έβρεχε. Ακόμη. Αυτό ίσως να έκανε ευκολότερη τη διαδρομή μου προς το νεκροταφείο. Να πήγαινα με αμάξι; Μήπως έπρεπε να περπατήσω ως εκεί; Δεν ήξερα και αν είχε μείνει καθόλου βενζίνη μέσα στο αυτοκίνητο. Μήπως θα ένιωθα υπερβολικά αμήχανα, επειδή ήμουν ξένη στο χωριό και δεν ήξερα κανέναν; Αυτό με άγχωνε λίγο. Θα μπορούσα να αρνηθώ στη Τερέζα, μα δεν μου πήγαινε η καρδιά να το κάνω.
Αναστέναξα καθώς σηκώθηκα και κοίταξα το ρολόι. Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι και ο μικρός δείκτης έτρεχε συνεχώς. Έπρεπε να κάνω κάτι, ώστε να μην σκέφτομαι τίποτα πια. Ήξερα πως μου έκανε κακό. Άνοιξα λοιπόν τη τηλεόραση, σε ένα κανάλι, που έπαιζε συνεχώς βίντεο κλιπ – μιας και δεν είχα ραδιόφωνο - και άρχισα να κάνω δουλειές μες στο σπίτι. Έπλυνα πιάτα και ρούχα, δίπλωσα κουβέρτες και σεντόνια, σκούπισα, τακτοποίησα. Ακόμη και τους τοίχους προσπάθησα να καθαρίσω, από μερικά σημάδια, που μάλλον είχαν πέσει από κάποια μπογιά. Είχα βρει στα κάτω ντουλάπια της κουζίνας μια μικρή σπάτουλα και βάλθηκα να ξύνω, τόσο που νόμιζα πως θα τον ενοχλήσω και θα εμφανιστεί από κάποια μεριά να μου πει “τι στο καλό έχεις πάθει;” Αυτό όμως, προφανώς, δεν συνέβη.

Όταν τελείωσα, η ώρα είχε πάει πέντε και μισή. Έφαγα κάτι και ύστερα έκανα ένα ζεστό μπάνιο, γιατί ένιωθα πως ο χρόνος με πίεζε και με άγχωνε.
Όταν βγήκα μέσα απ΄ τους ατμούς, έτρεξα προς τη κρεβατοκάμαρα. Έπρεπε να βρω κάτι μαύρο και κάτι σχετικά επίσημο. Με δεμένη τη πετσέτα γύρω μου και με πιασμένα τα μαλλιά, ξεκίνησα να ψάχνω στο συρτάρι. Τελικά βρήκα ένα μαύρο φόρεμα, που στη κυριολεξία ήταν θέμα τύχης, που το είχα πάρει μαζί μου. Το συνδύασα με ένα σκούρο γκρι ανοιξιάτικο πανωφόρι και με ένα ζευγάρι κλασικά παπούτσια με λουράκι, που είχαν ένα διακριτικό τακούνι. Ποτέ δεν φορούσα ψηλοτάκουνα έτσι κι αλλιώς.
Ντύθηκα και στέγνωσα τα μαλλιά μου, με το σεσουάρ σε μέγεθος ταξιδιού, που είχε ξεμείνει μέσα στο σάκο. Τα χτένισα λίγο, τα κούνησα πέρα δώθε και δεν ασχολήθηκα πάρα πάνω. Τα μαλλιά μου είχαν ένα φυσικό “σπάσιμο” που κάποιες φορές με βόλευε απίστευτα, κι άλλες απλώς με εκνεύριζε απίστευτα. Εκείνο το απόγευμα, συνέβη, ευτυχώς, το πρώτο. Οπότε, δεν ασχολήθηκα άλλο.
Φόρεσα τα παπούτσια μου, πήρα τη τσάντα μου και βγήκα έξω, καθώς κλείδωσα τη πόρτα πίσω μου. Με το που κατέβηκα τα σκαλιά του μπαλκονιού, άκουσα το θλιβερό ήχο των πένθιμων καμπανών να ηχεί στο βάθος και το στομάχι μου σφίχτηκε. Ένιωθα ήδη το φαγητό στο στομάχι μου να ανακατεύεται και το κεφάλι μου να γυρίζει. Πήρα μια βαθιά ανάσα, σφίγγοντας το λουρί της τσάντα μου μέσα στη γροθιά μου και άρχισα να βηματίζω αργά προς την ανηφόρα.
Το χορτάρι ήταν μαλακό και βρεγμένο, ενώ κάπου - κάπου φύσαγε από λίγο, δίχως όμως το κρύο να διαπερνά το ύφασμα του λεπτού παλτού μου. Μα ο ουρανός είχε μαυρίσει και ένιωθα πως σε λίγο θα έριχνε βροχή. Κοντοστάθηκα δίπλα απ’ το αμάξι μου, καθώς σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να οδηγήσω ως την εκκλησία. Οι μαυροντυμένοι άνθρωποι όμως, που είδα να περνούν πάνω στο δρόμο, με έκαναν να εγκαταλείψω εκείνη την ιδέα. Θα ήταν περίεργο άλλωστε, μες στη κοσμοπλημμύρα, να εμφανιστεί κάποια παράξενη τύπισσα οδηγώντας αμάξι.
Ανέβηκα με γρήγορα βήματα στο δρόμο, ακολουθώντας το κόσμο, που ψιθύριζε σιγανά μεταξύ του. Μια ξανθιά κυρία μπροστά μου, μάλιστα, που έσερνε – στη κυριολεξία - από το χέρι ένα παιδάκι με κοντό παντελόνι, μονολογούσε πως ο καιρός ήταν χάλια πάλι και πως θα τους έβρισκε η βροχή, προς το δρόμο για το κοιμητήριο. Υπέθεσα πως δεν ήταν συγγενής. Και αν και θεωρούσα τη συμπεριφορά της απαράδεχτη για τη περίσταση, μπορούσα κάπως να καταλάβω την ταλαιπωρία της. Επίσης, μου λύθηκε η απορία, για το αν και οι κάτοικοι της Ξενιτιά, θεωρούσαν παράξενο εκείνο το καιρό, που επικρατούσε αρχές Άνοιξης.
Για να φτάσουμε στην εκκλησία, πήραμε ένα δρόμο, που δεν είχα ξανά δει. Ήταν γεμάτος με πεύκα  και έλατα, που οι κορυφές τους έφταναν τόσο ψηλά, που όσο και αν σήκωνα το κεφάλι μου, δεν μπορούσα να τις δω. Αντιθέτως ζαλιζόμουν και ταυτόχρονα μαγευόμουν. Τόσο μεγάλα δέντρα, ίσως να μην είχα ξανά δει ποτέ στη ζωή μου. Σπίτια δεν υπήρχαν εκεί κοντά. Περάσαμε μόνο έναν παλιό  φούρνο, που έμοιαζε κλειστός για χρόνια. Ωστόσο στο βάθος, πίσω από την αχνή ομίχλη, που κατέβαινε σιγά σιγά απ’ το βουνό, έβλεπα μια γραμμή καπνού, ίσως από κάποιο απόμερο σπίτι. Δεν μπορώ να πω πως ήμουν ήρεμη στη διαδρομή. Ήμουν πεζή, ανάμεσα σε αγνώστους, δίχως να ξέρω αν η απειλή, βρισκόταν κοντά μας. Θα μπορούσε αυτό το πλάσμα, που σκότωσε τον καημένο αγρότη, να κυκλοφορούσε κάπου ανάμεσα σε εκείνα τα δέντρα, ή πέρα μακριά σε εκείνη την ομίχλη. Έσφιξα το παλτό μου, καθώς τουρτούρισα από ένα ρίγος φόβου, που διαπέρασε το σβέρκο μου. Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη βαριά. Οι καμπάνες ηχούσαν θλιβερά. Το τοπίο βυθιζόταν στην ομίχλη. Και τι δεν θα έδινα τότε για να βρισκόταν δίπλα μου ο Λέανδρος. Απλώς και μόνο, αν περπατούσε δίπλα μου, θα ένιωθα ασφάλεια και σιγουριά. Όμως δεν ήταν. Δεν μπορούσε καν να βγει από το σπίτι, να πατήσει το χώμα, ή εκείνη τη σκασμένη, σχεδόν λευκή άσφαλτο. Υπέθετα πως αυτό, θα με πλήγωνε και θα με στεναχωρούσε για πολύ καιρό ακόμη...ίσως και για πάντα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα, όταν ο, περιστοιχισμένος από δέντρα, δρόμος, μας οδήγησε σε μια πέτρινη αυλή με μαύρο καγκελένιο φράχτη. Απ’ τα χαμηλά παρτέρια, ξεπεταγόντουσαν πλουμιστοί θάμνοι με πολύχρωμα λουλούδια και το πρώτο πράγμα που είδα, καθώς σήκωσα το βλέμμα μου, ήταν η σκιά της εκκλησίας. Δυο σημαίες ανέμιζαν στο γκριζωπό αέρα, μια Ελληνική και μια Βυζαντινή, αριστερά και δεξιά από ένα σκαλιστό αέτωμα. Ήταν παλιά και όμορφη, σχεδόν σαν ιπποτικό κάστρο, με μια ταπεινή πολυτέλεια.
Μπήκα μέσα και άναψα ένα κερί μαζί με τους υπόλοιπους, καθώς ασπάστηκα την εικόνα του Αγίου Κυπριανού, που ήταν και ο πολιούχος της Ξενιτιάς. Η μυρωδιά του μύρου και του λιβανιού, με έκανε πιο συγκεντρωμένη και κοίταξα μέσα στη πόρτα. Μα δεν κατάφερα να μπω. Είχε αρκετό κόσμο και μιας και δεν ήμουν συγγενείς, αποφάσισα να μείνω στο θάλαμο με τα κεριά. Υπήρχαν κι άλλοι εκεί, κυρίως νέοι, παιδιά, αλλά και κάνα δυο ηλικιωμένοι, που στηρίζονταν στις μαγκούρες τους, προφανώς, αποκοιμισμένοι απ’ το λιβάνι. Περίμενα αρκετή ώρα εκεί, βλέποντας τον κόσμο να μπαινοβγαίνει. Αρκετοί από αυτούς δακρυσμένοι και ριγμένοι σε πένθος βαρύ. Ανάμεσά σε αυτούς που μπήκαν στην εκκλησία, αναγνώρισα και τον αστυνομικό, που είχα δει στο κτήμα, εκείνη τη φρικτή νύχτα. Φορούσε πολιτικά και κρατούσε ένα ματσάκι κοκκινωπά γαρίφαλα στο αριστερό του χέρι. Μόλις τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, ψελλίσαμε ο ένας στον άλλον μια “καλησπέρα” και ύστερα βγήκε έξω. Αναρωτήθηκα πώς ένιωθε, που δεν κατάφερε να κάνει τίποτα για τον άδικο θάνατο του νέου εκείνου ανθρώπου! Αναρωτήθηκα επίσης, αν γνώριζε με τι είχε να κάνει. Όπως και να είχε...τουλάχιστον η αστυνομία, έπρεπε να κρατά καθαρή τη περιοχή, για την ασφάλεια των κατοίκων. Αυτό με θύμωνε. Γιατί κανείς στην πραγματικότητα, δεν ήταν ασφαλής. Αναστέναξα, καθώς ακούμπησα στο τοίχο, νιώθοντας τα εκφραστικά μάτια των Αγίων, να με κοιτάνε από παντού. Η ψυχή μου όμως γαλήνεψε γρήγορα, με το θυμό μου να εξατμίζεται και τη θέση του να παίρνει μια ελπίδα, πως όλα κάποια στιγμή, θα έβρισκαν τη λύση τους.
Κάθισα αρκετή ώρα εκεί, προσηλωμένη στους ψαλμούς, που ερχόντουσαν απ’ το μεγάφωνο, ώσπου η λειτουργία έλαβε τέλος και βγήκαμε όλοι έξω. Στη συνέχεια, σήκωσαν το φέρετρο τέσσερις ψηλόλιγνοι νεαροί και ακολουθώντας τους από πίσω, αρχίσαμε να βαδίζουμε προς το νεκροταφείο. Μες στη αφόρητη νεκρική σιωπή, που έσπαγε μόνο από τα βήματά του κόσμου και από κάποιους γυναικείους λυγμούς, που τριβέλιζαν τα αυτιά μου από το βάθος, ένιωσα ένα πλάκωμα να βαραίνει το στήθος μου. Κοίταξα τα μεγάλα μαύρα σύννεφα του ουρανού. Ήταν θαύμα, που ακόμη δεν έβρεχε. Μπορούσα όμως να αισθανθώ μια υγρασία στο πρόσωπό μου και πάνω στα μανίκια μου.
Το πλήθος επιτάχυνε το βήμα του και καθώς στρίψαμε μέσα στα δέντρα, ο δρόμος έγινε χωμάτινος και τραχύς, με λακκούβες και σε αρκετά σημεία, με κόκκινη θρυμματισμένη άμμο. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου να βρω την ισορροπία μου. Και δεν μπόρεσα να μην φανταστώ, πόσες φορές εκείνο το χώμα, θα είχε νιώσει εκείνη την θανατερή αύρα και πόσες φορές, θα ποτίστηκε με δάκρυα. Δεν μπορούσα να κλείσω τις κουρτίνες της καρδιάς μου, δεν μπορούσα να μην νιώθω, να μην λυπάμαι, να μην με επηρεάζει όλο αυτό. Κάποιες φορές, ευχόμουν να μην μπορούσα να νιώσω, όπως εκείνη η κυρία, που το μόνο που την αφορούσε, ήταν ο καιρός και αν η βροχή, θα μούσκευε το ωραίο της φόρεμα. Σταύρωσα τα χέρια μου, σφίγγοντας τα γύρω από το σώμα μου, ακούγοντας μια κοπέλα πίσω μου να λέει τη φράση “εδώ είναι”. Ανασήκωσα το κεφάλι μου, για να δω τους υπερυψωμένους λευκούς σταυρούς του κοιμητηρίου και τους πέτρινους αγγέλους, σε ένα μελαγχολικό φόντο. Αυτό ήταν. Ένας άνθρωπος, θα έφευγε αδικημένος, παίρνοντας μαζί του όλα τα αποδεικτικά στοιχεία του παράξενου φόνου.
Σύντομα, μπήκαμε μέσα και ακολούθησε όλη η διαδικασία της ταφής.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now