'Εμειναν για λίγο να κοιτάζονται. 'Ολος ο κόσμος πάτησε παύση. Οι φωνές από το πάρτυ, τα αυτοκίνητα στο δρόμο, τα μικρά λευκά σύννεφα στον απογευματινό ουρανό. Η Κριστίν με το ένα χέρι στην πόρτα και το άλλο μετέωρο, ο Στέφανο ακίνητος όπως ακίνητη είχε μείνει κι η καρδιά του στο στήθος του. Κανείς τους δεν ήξερε τι να πει. Εκείνος έσπασε τελικά τη σιωπή.
- Της έδωσες το όνομα του πατέρα σου, ψέλλισε κι η φωνή του της φάνηκε σα να ερχόταν από το υπερπέραν. Η Κριστίν πετάρισε τα μάτια της, σαν να προσπαθούσε να ξυπνήσει.
- Ναι...
- Σου μοιάζει...πολύ..., συμπλήρωσε εκείνος. Η αμηχανία παλλόταν ανάμεσά τους.
- Το κοριτσάκι που έφερες...Η Λώρα μου είπε ότι είσαι...θείος της..., τραύλιζε ή της φαινόταν;
- Ναι, χαμογέλασε ο Στέφανο. -Η Μικαέλα είναι η κόρη της Σοφίας. Τελικά έγινα θείος, έκανε χαμογελώντας αχνά, αφού θυμήθηκε ότι όταν γνωρίστηκαν της είχε συστήσει τη Σοφία ως αδελφή του.
- Ο πατέρας της; ρώτησε η Κριστίν και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Δεν ήξερε γιατί είχε ρωτήσει κάτι τέτοιο, ένιωθε ξαφνικά ηλίθια.
- Δεν υπάρχει πατέρας στη ζωή τους, της απάντησε κι η Κριστίν κούνησε το κεφάλι κι έσφιξε τα χείλη της για να μην τον ρωτήσει: "Κι εσύ;"
Η φωνή της Λώρα τους επανέφερε στην πραγματικότητα. Στεκόταν δίπλα στην Κριστίν τραβώντας την από την μπλούζα.
- Είναι η ώρα για την τούρτα, μαμά! Θείε της Μικαέλα, θα έρθετε να με δείτε να σβήνω τα κεράκια μου; Και να φάτε και τούρτα;
Κοιτάχτηκαν πάλι και χιλιάδες συναισθήματα ήρθαν και γέμισαν την μικρή απόσταση που τους χώριζε. Η Κριστίν ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα κι έσκυψε στην κόρη της. Δεν ήξερε τι θα της έλεγε αλλά ο Στέφανο την πρόλαβε.
- Δυστυχώς δε μπορώ να μείνω, γλυκιά μου. Να τα εκατοστίσεις, είπε κι η φωνή του είχε ξαφνικά γεμίσει τρυφερότητα κι έτρεμε. Η Λώρα τον ευχαρίστησε. Η Κριστίν σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Ήταν και τα δικά του μάτια βουρκωμένα. 'Ενιωθε έτοιμη να καταρρεύσει.
- Θα περάσω μετά να την πάρω, στις 7, έτσι;
Η Κριστίν έγνεψε καταφατικά κι εκείνος έκανε στροφή κι έφυγε. Αν δεν την τράβαγε η Λώρα δε θα ξεκόλλαγε ποτέ από το κατώφλι της πόρτας.
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
RomanceΟ Κάρλος τη διέκοψε απότομα, σηκώνοντας το χέρι του κι η Κριστίν νόμισε προς στιγμή ότι θα τη χτυπούσε και πισωπάτησε. Εκείνος αναστέναξε βαριά κι όταν μίλησε η φωνή του ακούστηκε ακόμα πιο βραχνή απ΄ό,τι ήταν και...ραγισμένη. Ακούστηκε σαν ξεκούρδι...