Kεφάλαιο 9

2.6K 236 42
                                    


ΕΙΧΕ ΣΟΥΡΟΥΠΩΣΕΙ για τα καλά, όταν η Κριστίν άφησε το άλογο στον στάβλο και γύρισε στον πύργο. 'Ενιωθε πιο μπερδεμένη από ποτέ, το μυαλό της έμοιαζε με κουβάρι που κάποιος είχε προσπαθήσει να ξανατυλίξει χωρίς επιτυχία, κι ήταν γεμάτο κόμπους. Προσπαθούσε να σκεφτεί, αλλά της ήταν αδύνατο. Δείπνησε με τους γονείς της, καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες να φανεί ήρεμη, όμως το φαγητό έμοιαζε να κατρακυλά στο στομάχι της όπως οι πέτρες από το βουνό, χωρίς να μπορεί καν να νιώσει τη γεύση του. Ευτυχώς γι' αυτήν ήταν όλοι κουρασμένοι, κι έτσι αποσύρθηκαν γρήγορα στα δωμάτιά τους. 'Εμεινε μόνη στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, που λίγες ώρες μόνο πριν είχε κάνει έρωτα με τον άντρα της, και που τώρα της φαινόταν ότι είχαν περάσει αιώνες.

Το τηλεφώνημα του Κάρλος την έβγαλε για λίγο από την ομίχλη του μυαλού της αλλά της προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα. 'Ενιωθε μεγάλη ανακούφιση που τον άκουγε, αφού ήταν η επαφή της με το τώρα, που την κράτησε για λίγα λεπτά μακρυά από την γκρίζα περιοχή του παρελθόντος, ένιωθε όμως και τύψεις που για πρώτη φορά του είχε πει ψέμματα, μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσει το παρελθόν, χωρίς τελικά να είναι σίγουρη για το αν έκανε καλά που άνοιξε πάλι αυτό το σφαλιστό παράθυρο. 'Ισως η αδελφή της να είχε δίκιο, ίσως να είχε απλά ξαναξύσει τις παλιές της πληγές και πού μπορεί να την οδηγούσε αυτό; Η φωνή του άντρα της από το τηλέφωνο την ανακούφισε προσωρινά, θα 'θελε να μπορούσε να πετάξει πάνω από τον ωκεανό που τους χώριζε και να κρυφτεί στην αγκαλιά του, τον άκουσε να την αποκαλεί όπως πάντα "άγγελό του" κι έκλεισε τα μάτια φέρνοντας το πρόσωπό του μπροστά της, όμως...'Ενα άλλο πρόσωπο φτερούγιζε σαν δαίμονας γύρω της. Το βλέμμα του Στέφανο στο άκουσμα της αποκάλυψης που του είχε κάνει, δεν έφευγε στιγμή από μπροστά της.

"Δεν έπρεπε να του το πω", σκέφτηκε, βγαίνοντας στη βεράντα της κρεβατοκάμαρας. Είχε κάνει ένα τραγικό λάθος, είχε ξεθάψει ένα μυστικό της που κανένας δεν γνώριζε, ούτε καν η αδελφή της. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν τότε γι' αυτήν την εγκυμοσύνη, ούτε όταν αυτή τελείωσε, πριν καλά καλά αρχίσει. Κι η ίδια είχε προσπαθήσει να τα θάψει όλα μέσα της, πολύ βαθιά, μαζί με το φέρετρο που είχε δει να θάβεται τότε στη γη. 'Ομως τώρα που εκείνος είχε ξαφνικά ζωντανέψει μπροστά της, είχαν όλα έρθει στο φως. Και πονούσαν πάλι αφόρητα.

Ακούμπησε στα κάγκελα της βεράντας και κοίταξε στο βάθος, προσπαθώντας να εστιάσει μέσα στο σκοτάδι. Το φεγγάρι έστελνε λιγοστό φως πίσω από τα σύννεφα και η σιλουέτα της παλιάς έπαυλης διαγραφόταν μετά βίας, σαν σκιά. Μια σκιά που είχε έρθει να τη στοιχειώσει. 'Αραγε να είχε φύγει; Θα τον ξανάβλεπε; Δεν έπρεπε να τον ξαναδεί, το ήξερε. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να πάρει το πρώτο αεροπλάνο το πρωί και να γυρίσει σπίτι της. Κάτι όμως της έλεγε ότι εκείνος δεν θα την άφηνε ήσυχη. "Θέλω πίσω αυτό που είχαμε", της είχε πει. Εκείνη όμως τώρα "είχε" κάτι άλλο, πολύ όμορφο και δυνατό, μ' έναν άλλο άντρα, που τη λάτρευε και που δε θα ήθελε με τίποτα να πληγώσει ή να απογοητεύσει. 'Ενας ψυχρός αέρας την έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμη. Μπήκε στο δωμάτιο, κι έκλεισε την μπαλκονόπορτα με δύναμη, λες και φοβόταν ότι ξαφνικά εκείνος θα εμφανιζόταν μπροστά της. Ξάπλωσε στο τεράστιο κρεβάτι κι έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο σκοτάδι για ώρα. Αλλά κι όταν αποκοιμήθηκε ο ύπνος της ήταν γεμάτος όνειρα. Είδε τον εαυτό της, παιδί ακόμα, να τριγυρίζει στην παλιά έπαυλη, φορώντας ένα λευκό φόρεμα, να μπαινοβγαίνει στα άδεια δωμάτια σιγοτραγουδώντας ένα παιδικό τραγουδάκι, που είχε ν' ακούσει χρόνια. Αισθανόταν όμορφα, γαλήνια, μέχρι τη στιγμή που επιχείρησε να κατέβει τη μεγάλη σκάλα. Ξαφνικά ένιωσε τα σκαλιά να υποχωρούν κάτω από τα πόδια της και σαν να άνοιξε μια άβυσσος από κάτω της, άρχισε να πέφτει, να πέφτει ασταμάτητα, έκανε να ουρλιάξει, αλλά ήχος δε βγήκε, ενώ μια λέξη σφηνώθηκε στο νου της: ΚΟΛΑΣΗ...

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα