Κεφάλαιο 30

2K 209 79
                                    

Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε δίπλα στην Κριστίν. Μπήκε στο δωμάτιό τους για λίγο, κι αφού βεβαιώθηκε ότι εκείνη κοιμόταν βαθιά, επέστρεψε στο δωμάτιο των ξένων. Το πρωί, ξαφνιάστηκε με την απόφαση της Κριστίν να πάει στην γκαλερί, παρόλο που η Κλαιρ της είχε πει μετά την κηδεία ότι μπορούσε να πάρει άδεια.

- Θέλω να πάω, του δήλωσε αποφασιστικά, όταν εμφανίστηκε μπροστά του την ώρα του πρωινού, φορώντας ένα μαύρο ταγέρ, με τα μαλλιά πιασμένα και ελαφριά μακιγιαρισμένη.

- Περιμένουμε έναν σημαντικό πελάτη και εκτός αυτού, δε θέλω να μείνω κλεισμένη στο σπίτι, δε θα με βοηθήσει σε τίποτα. Επίσης έχω δρομολογήσει κάποια ραντεβού με υποψήφιους αντικαταστάτες μου και δε θέλω να τα αναβάλλω. Όσο πιο γρήγορα καταλήξω, τόσο το καλύτερο για σένα και τα σχέδιά σου, έτσι δεν είναι;

Αυτή η τελευταία της φράση, ντυμένη με μια πικρόχολη νότα, έκανε τον Κάρλος να την κοιτάξει απορημένος, ανασηκώνοντας το φρύδι κι έπειτα μισοκλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να διαβάσει στα δικά της την αιτία αυτής της δεικτικής της διάθεσης. Σηκώθηκε απ΄το τραπέζι, κι αφού έβαλε σ΄ένα φλυτζάνι καφέ, την πλησίασε και της το έτεινε. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη.

- Χαίρομαι που το καταλαβαίνεις, της απάντησε ελαφρά ειρωνικά. Η Κριστίν αρνήθηκε τον καφέ και τον περίμενε όρθια να τελειώσει τον δικό του. Στη διαδρομή προς τη γκαλερί, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ο Κάρλος την παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του να κοιτά ανέκφραστη από το παράθυρό της και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την έκανε να σηκωθεί εκείνο το πρωί μ΄αυτή την τόσο περίεργη διάθεση. Τις προηγούμενες μέρες είχε νιώσει ότι η στήριξή του στο πένθος της ήταν ανακουφιστική για εκείνη, ότι η αγκαλιά του της είχε προσφέρει την παρηγοριά που χρειαζόταν και τον είχε ευχαριστήσει γεμάτη ευγνωμοσύνη γι΄αυτό επανειλημμένα. Όσο για εκείνη τη φευγαλέα στιγμή πάθους που μοιράστηκαν στον καναπέ το προηγούμενο βράδυ, προτιμούσε να την ξεχάσει. Είχε παρασυρθεί στιγμιαία κι αυτό δεν έπρεπε να ξαναγίνει. Ο πόθος του για την Κριστίν απειλούσε να τον απομακρύνει από τον στόχο του, τον έκανε να φαίνεται αδύναμος μπροστά της κι αυτό ήταν λάθος. Ήταν άλλο πράγμα το να την στηρίξει σε μια δύσκολη ώρα, όπως ο θάνατος του πατέρα της, κι άλλο να την αφήνει να πιστεύει ότι ξαφνικά όλα είχαν γίνει όπως πριν. Γιατί τίποτα δεν ήταν όπως πριν, ούτε ήξερε να πει αν θα ήταν ποτέ ξανά.

Όμως όσο κι αν προσπαθούσε, δε μπορούσε να αντιληφθεί τι συνέβαινε στο μυαλό της Κριστίν εκείνο το πρωινό. Δεν ήξερε ότι την προηγούμενη νύχτα, ένα όνειρο είχε κάνει την Κριστίν να πεταχτεί κλαίγοντας κι ότι από κείνη τη στιγμή είχε μείνει ξάγρυπνη ως το πρωί, βυθισμένη σε σκέψεις. Είχε κλείσει τα μάτια της, μπερδεμένη όσο ποτέ μετά απ΄το παθιασμένο φιλί του Κάρλος και με την εικόνα του πατέρα της να πλανάται θλιμμένα στο δωμάτιο. Κι όταν πια βυθίστηκε στον ύπνο, η παλιά έπαυλη ήρθε να στοιχειώσει πάλι τα όνειρά της. Κάτι βασανιστικό τραβούσε το υποσυνείδητό της σ΄εκείνο το σκοτεινό σπίτι, εκεί όπου η ζωή της είχε ανατραπεί, εκεί όπου είχε αφήσει τον εαυτό της να κατρακυλήσει σ΄ένα δρόμο χωρίς γυρισμό, εκεί όπου αυτή η ζωή που κουβαλούσε μέσα της είχε πάρει σάρκα και οστά. Τριγυρνούσε και πάλι μόνη σ΄εκείνο το θλιβερό κουφάρι που κάποτε ήταν σπιτικό, περικυκλωμένη από σκιές, ψάχνοντας την απάντηση στο πρόβλημά της. Κάτι έψαχνε, κάποιον ίσως, δεν ήξερε να πει, όμως η αγωνία της ήταν τόση που ένιωσε να πνίγεται στον ύπνο της και ξύπνησε κλαίγοντας με λυγμούς. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνη στο δωμάτιο. Ο Κάρλος δεν ήταν εκεί, δεν ήταν πια δεδομένος στη ζωή της όσο κι αν ένιωθε μέσα της ότι το πάθος του γι΄αυτήν δεν είχε σβήσει. Και τότε αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πού ήταν αυτή μέσα σ΄όλο αυτό. Ένιωθε όλο αυτό το τελευταίο διάστημα ότι δεν ήταν πια κυρία του εαυτού της, είχε αφεθεί έρμαιο στις αποφάσεις των δύο αντρών που είχε παραδεχτεί πια ότι αγαπούσε. Από τη μια ο Στέφανο που στην προσπάθειά του να την κερδίσει ξανά, είχε μετατρέψει την καθημερινότητά της σε εφιάλτη, με το να εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της και δηλώνοντας ότι δεν θα έκανε πίσω, όσο κι αν εκείνη του είχε ξεκαθαρίσει ότι αυτό που είχαν μοιραστεί, εκείνος ο μεγάλος έρωτας, ανήκε πια στο παρελθόν. Από την άλλη ο Κάρλος, που ήξερε ότι τον είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα και που οι τύψεις της γι΄αυτό, την είχαν κάνει να δέχεται παθητικά τις αποφάσεις του και τα τρελά σχέδιά του. Αν ζούσε ο πατέρας της, θα ήταν αναγκασμένη να του πει αυτό το τερατώδες ψέμα που απαιτούσε ο Κάρλος, ότι είχαν υιοθετήσει ένα παιδί που στην πραγματικότητα ήταν δικό της...και του Στέφανο. Βέβαια δε θα είχε μπορέσει να του πει την αλήθεια, ούτε και στη μητέρα της θα την έλεγε εξάλλου. Όμως δεν ήξερε πια τι ήταν αλήθεια και τι όχι. Τι ήταν σωστό και τι λάθος. Ούτε πού θα έβρισκε τη δύναμη να παίξει όλο αυτό το θέατρο. Πώς θα ήταν η ζωή της από δω και πέρα; Η ασφάλεια που ένιωθε δίπλα στον Κάρλος είχε γυρίσει μπούμερανγκ. Τώρα πια μόνο εκείνος έβαζε τους κανόνες κι αφού εκείνη ήταν που είχε κάνει το μεγάλο λάθος, ήταν υποχρεωμένη να παίξει πια σύμφωνα μ΄αυτούς.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα