Kεφάλαιο 6

2.8K 275 51
                                    

    Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ήταν πια επικίνδυνα γκρίζος. Βαριά σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά στους λόφους και φυσούσε ένας νοτιάς που πότιζε την ατμόσφαιρα με τη μυρωδιά της βροχής. Το προσωπικό του πύργου είχε τελειώσει από ώρα το μάζεμα και τώρα επικρατούσε μια παράξενη ησυχία μέσα και έξω. Η Κριστίν από το μπαλκόνι του δωματίου της κοιτούσε και πάλι την παλιά έπαυλη, να ορθώνεται πιο σκοτεινή και απειλητική από ποτέ στην κορυφή του λόφου. Τελικά ό,τι κάνουμε σ'αυτή τη ζωή κάποτε έχει τις συνέπειές του. Κάποια στιγμή στο παρελθόν είχε μιλήσει στο Στέφανο για τον οικογενειακό πύργο, τα παιδικά της καλοκαίρια και τα απαγορευμένα παιχνίδια στην παλιά έπαυλη, και να που τώρα, χρόνια μετά, της ζητούσε να τον συναντήσει εκεί, στο παγερό σκοτάδι αυτού του παλιού σπιτιού, για να της πει, τι; 'Οτι είναι τελικά ζωντανός κι ότι άδικα είχε βυθίσει στη σκιά τη ζωή της, πέντε χρόνια πριν; Και γιατί εδώ; Γιατί τώρα; Όλες οι σκέψεις που δεν είχε προλάβει να κάνει, από το προηγούμενο βράδυ μέχρι τώρα, σκέψεις που η παρουσία του Κάρλος δεν άφηνε να βγουν απ΄τα σκοτάδια του μυαλού της στο φως, άρχισαν να γίνονται τώρα τεράστια ερωτηματικά, "τι" και "γιατί " που ζητούσαν ανελέητα απαντήσεις. Αναστέναξε και μπήκε στο δωμάτιο. Κανένα ερώτημά της δε θα έβρισκε την απάντησή του σ' εκείνους τους τέσσερις τοίχους. Αφού το είχε αποφασίσει, δεν είχε πια νόημα να το καθυστερεί. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια της έδειχναν κουρασμένα, αφού την προηγούμενη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί και πολύ. 'Ηταν αμακιγιάριστη κι έδειχνε λίγο χλωμή, όμως το μόνο που έκανε ήταν να χτενίσει τα μαλλιά της και να τα μαζέψει σε μια χαμηλή αλογοουρά. Συνειδητοποίησε ότι τα χέρια της έτρεμαν. 'Εκανε στροφή και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. 'Επρεπε να τελειώνει με όλο αυτό.

Κατέβηκε τη σκάλα, βγήκε από τον πύργο και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς τους στάβλους. Ζήτησε να της σελώσουν πάλι την Εστέλ και την καβάλησε. 'Αλογο και αναβάτρια τράβηξαν προς την παλιά έπαυλη. Αυτή τη φορά κάλπασε ακόμα πιο γρήγορα και σε ελάχιστο χρόνο βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου. Στάθηκε για ένα λεπτό, κοιτώντας τα σφαλιστά παράθυρα κι ήταν σίγουρη τώρα ότι εκείνος την έβλεπε πίσω από αυτά. Τράβηξε την Εστέλ κι άρχισαν να ανεβαίνουν το λόφο. 'Εφτασε στο πίσω μέρος της έπαυλης, έκανε το γύρω του εγκαταλελειμμένου κήπου, περνώντας μέσα από αγριόχορτα και ξεραμένα δεντράκια και σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του σπιτιού.

Η καρδιά της σκίρτησε όταν πίσω από κάτι θάμνους διέκρινε μια μαύρη μηχανή. Ξεκαβάλησε την Εστέλ και έδεσε το χαλινάρι της σ΄έναν πάσαλο, που κάποτε αποτελούσε μέρος ενός φράχτη. Με δισταγμό προχώρησε μέχρι τα λίγα σκαλάκια της εισόδου, τα ανέβηκε κι άπλωσε το χέρι της. Με τα ακροδάχτυλά της άγγιξε το χερούλι της πόρτας, το έπιασε και το γύρισε. Κάποτε υπήρχε εκεί μια αλυσίδα με λουκέτο, όμως εδώ και χρόνια κανείς δεν ενδιαφερόταν γι΄αυτήν την υποτυπώδη ασφάλεια του σπιτιού. Εξάλλου αυτό το λουκέτο δεν είχε κρατήσει ποτέ μακρυά κανέναν εισβολέα αφού υπήρχαν πολλά κρυφά περάσματα για να μπει κανείς στο σπίτι, κι εκείνη τα γνώριζε καλύτερα απ' όλους.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα