Κεφάλαιο 41

1.7K 203 14
                                    

Λένε ότι όταν πεθαίνεις ακολουθείς το φως. Λένε ότι όταν πεθαίνεις περνάνε από μπροστά σου εικόνες από τη ζωή σου. Λένε ότι όταν πεθαίνεις η αγωνία τελειώνει.  Η Κριστίν όμως δεν είδε κανένα φως να την καλεί, καμία εικόνα από τη ζωή της δεν πέρασε μπροστά από τα μάτια του μυαλού της κι η αγωνία ήταν εκεί, πιο πολύ από ποτέ. Την άκουγε σε δυο φωνές που φώναζαν ξανά και ξανά το όνομά της απελπισμένα, την είδε ζωγραφισμένη σε δυο πρόσωπα που είχε τόσο αγαπήσει, την ένιωσε στα τέσσερα χέρια που την έπιασαν και την κρατούσαν, που έψαχναν το κορμί της. Μια απέραντη παγωνιά απλωνόταν σιγά σιγά στο σώμα της, το κάψιμο πάνω από το αριστερό της στήθος γινόταν τώρα αφόρητος πόνος κι εκείνη βούλιαζε αργά και σταθερά, ήταν σαν ένα φως μέσα της να έσβηνε σιγά σιγά, γινόταν όλο και πιο αχνό, όλο και πιο αδύναμο. Πάλι φώναζαν το όνομά της. "Κριστίν! Κριστίν...σε παρακαλώ! Μην κλείνεις τα μάτια σου! Μείνε μαζί μου, Κριστίν!..." Ήθελε να μείνει εκεί, ω ναι, πόσο το ήθελε! Όμως δε μπορούσε. "Προσπαθώ!" ήθελε να τους φωνάξει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν ν'ανοιγοκλείσει τα χείλη της. "'Αγγελέ μου, σε παρακαλώ...". 'Ανοιξε για λίγο τα μάτια της. Τους κοίταξε. 'Ηταν εκεί κι οι δύο, σκυμμένοι από πανω της, με την απελπισία στα πρόσωπά τους, φωνάζοντας το όνομά της ξανά και ξανά, λες κι ήταν η άγκυρα που θα την κράταγε στον κόσμο αυτό, έναν κόσμο που θα άδειαζε γι'αυτούς αν εκείνη έπαυε να υπάρχει. 'Ενιωσε να ανεβαίνει, το κορμί της να ελαφρώνει, να γίνεται πούπουλο, επέπλεε σε μια ήρεμη, σκοτεινή θάλασσα, μικρά κύματα την κουνούσαν απαλά κι από πάνω της ο ουρανός ήταν γκρίζος. "Θα βρέξει", σκέφτηκε. 'Ενα τράνταγμα έκανε πάλι τον πόνο αφόρητο, ένα βογκητό βγήκε από τα χείλη της κι ύστερα βυθίστηκε σ'ένα απόλυτο τίποτα.

Ο Πατρίκ σήκωσε το κεφάλι όταν άκουσε καλπασμό αλόγου και είδε τον Νουάρ να κατηφορίζει σα μαύρη αστραπή προς τον πύργο. Όσο το άλογο πλησίαζε, άρχισε να διακρίνει μια περίεργη σιλουέτα πάνω στη σέλα, ήταν σα να ήταν δύο άνθρωποι που έμοιαζαν με έναν, ένα παράξενο κουβάρι. 'Οταν πλησίασαν περισσότερο, έντρομος διεπίστωσε ότι ανάμεσα στα χέρια του Κάρλος, καβάλα κι αυτή στο άλογο, αλλά σαν άψυχη κούκλα στην αγκαλιά του, ήταν η Κριστίν, με τα μάτια κλειστά και βουτηγμένη στο αίμα. Ήταν κι οι δυο βουτηγμένοι στο αίμα!

- Θεέ μου!, φώναξε και έτρεξε προς το μέρος τους. Ο Κάρλος του φώναξε να τον βοηθήσει να την κατεβάσουν από το άλογο και μόλις ο Πατρίκ την έπιασε, πήδηξε κι ο ίδιος και την πήρε πάλι στα χέρια του.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα