ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42

1.7K 203 15
                                    


Ο Στέφανο είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου έξω από το νοσοκομείο. Δεν ήξερε πόσες ώρες ήταν εκεί. Δεν πεινούσε, δε διψούσε, δεν ένιωθε πια τίποτα. Ήθελε να τρέξει μέσα, να τη δει, να μάθει, αλλά δε μπορούσε, δεν έπρεπε. Δεν ήξερε αν η Κριστίν ζούσε, αν πέθανε, αν ανέπνεε ακόμα, αν ήταν ακόμη μέρος αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που δεν είχε πια και δε θα είχε ποτέ ξανά χρώματα, μυρωδιές, ήχους. Οι άνθρωποι περνούσαν μπροστά του και τον κοιτούσαν παράξενα, έτσι όπως καθόταν επί ώρες πάνω στη μηχανή, ενώ η βροχή σταματούσε και ξαναξεκινούσε. Ένιωθε τα δύο όπλα βαριά μέσα στο μπουφάν του, ίχνη από το αίμα της Κριστίν υπήρχαν ακόμα στα χέρια του, που τα κοιτούσε ξανά και ξανά σα να ήταν ξένα, σα να ήταν κάποιου άλλου. Ήταν παράξενο το πώς ο χειρότερος εχθρός του, αυτός που ήταν εμπόδιο στην ευτυχία του, είχε γίνει εκείνη τη μέρα συνένοχος του. Μαζί είχαν σπρώξει την Κριστίν στη φυγή, μαζί τής είχαν ανοίξει και την τελευταία πόρτα προς την οριστική έξοδο από τις ζωές τους κι εκείνη είχε σταθεί εκεί, κοιτάζοντας τους με μια μεγάλη απορία στα μέλια της μάτια. Και τώρα δεν ήξερε αν την είχε περάσει αυτήν την πόρτα ή αν κάποιος Θεός την ήθελε να συνεχίσει να γεμίζει αυτόν το κόσμο με το γέλιο της.

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Κατέβηκε για λίγο από τη μηχανή να ξεμουδιάσει τα πόδια του. Κάποια στιγμή είδε το περιπολικό να φτάνει. Τι θα έλεγε άραγε ο Κάρλος στην αστυνομία; Είχε την ψυχραιμία να το σκεφτεί και αυτό την ώρα που έφευγε με την Κριστίν πάνω στο άλογο και δε μπορούσε παρά να τον θαυμάσει γι αυτό. Και το ότι του είχε πει να φύγει, έδειχνε ότι δεν ήθελε να τον εμπλέξει και δε μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ήταν επειδή ούτε κι ο ίδιος ήξερε ποια από τις δύο σφαίρες την είχε χτυπήσει ή μήπως εκείνες τις στιγμές είχε συνειδητοποιήσει ότι το μερίδιο ευθύνης τους ήταν απόλυτα ίσο, ανεξάρτητα από το ποιανού η σφαίρα είχε σβήσει το φως από τα μάτια της;...

Μία ώρα μετά είδε τους αστυνομικούς να βγαίνουν, συνοδεύοντας στο περιπολικό τον Πατρίκ. Σίγουρα θα τον πήγαιναν στο τμήμα για κατάθεση. Ο ηλικιωμένος κηπουρός ήταν χλωμός και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Η καρδιά του σφίχτηκε. Μόλις το περιπολικό έφυγε, κάθισε πάλι στη μηχανή, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Λίγα λεπτά μετά όμως είδε τη φιγούρα του Κάρλος να εμφανίζεται στην πόρτα του νοσοκομείου. Πετάχτηκε κι έκανε να τρέξει, όμως κατάλαβε ότι ο Κάρλος ερχόταν προς το μέρος του και πάγωσε στη θέση του. Περπατούσε σκυφτός και δε σήκωσε το κεφάλι του, παρά μόνο αφού είχε διασχίσει τη μισή απόσταση που τους χώριζε. Τότε στάθηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στον Στέφανο. Οι δύο άντρες έμειναν για λίγο να κοιτάζονται. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, δεν υπήρχε λόγος. Ο Κάρλος έκανε ένα νεύμα στον Στέφανο κι εκείνος κατάλαβε. Έπειτα ο πρώτος στράφηκε πάλι προς την είσοδο του νοσοκομείου ενώ ο δεύτερος γύρισε με πόδια που έτρεμαν στη μηχανή, ανέβηκε, έβαλε μπρος και χάθηκε στη βροχερή μέρα, με τα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του, νιώθοντας επιτέλους την ανάσα να γυρνάει στο στήθος του.

Η Κριστίν ήταν ζωντανή.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα