Κεφάλαιο 24

1.6K 200 60
                                    


ΣΙΩΠΗ. Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ μπορεί να γίνει η πιο εκκωφαντική κραυγή! Όλα όσα δεν είπαμε ποτέ, όσα δεν τολμούμε να μαρτυρήσουμε ούτε στον εαυτό μας μπορούν να γίνουν πιο ηχηρά κι από τη βροντή που συνταράζει ακόμα και τα βουνά. Οι λέξεις τσακίζουν κόκαλα, λένε, αλλά η σιωπή είναι αυτή που τα λέει όλα, με τρόπο αναμφισβήτητο.


Η Κριστίν κι ο Κάρλος στέκονταν ακίνητοι, σα δυο μαρμάρινα αγάλματα που κάποιος είχε τοποθετήσει σ΄εκείνο το διαμέρισμα, που τώρα έμοιαζε ακατοίκητο, ένα σύννεφο μαύρο και βαρύ είχε σκεπάσει τα έπιπλα, τα δωμάτια και τους δυο τους. Η Κριστίν ένιωθε τις σκέψεις να χτυπούν μέσα στο μυαλό της σα μπαλάκι που προσκρούει απ΄τον έναν τοίχο στον άλλο. Άπειρα βέλη είχαν καρφωθεί στην καρδιά της, τεράστια ερωτηματικά θόλωναν τη σκέψη της. Απέναντί της ο Κάρλος, ο ίδιος άντρας που λίγο νωρίτερα είχε κάνει έρωτα μαζί του, είχε δώσει τη θέση του σ΄έναν άγνωστο. Την κοιτούσε με βλέμμα κενό, λες και όλα τα δυνατά συναισθήματα που είχε βιώσει για κείνη τη γυναίκα είχαν γίνει πουλιά κι είχαν πετάξει μακρυά, χωρίς ελπίδα γυρισμού.

Προσπαθούσαν κι οι δυο να συνειδητοποιήσουν τι είχε μόλις συμβεί. Τι ακριβώς της είχε πει ο Κάρλος; Ποιο λεξικό θα τη βοηθούσε να καταλάβει τι σήμαιναν τα λόγια του; Δε μπορούσε να κάνει παιδιά;! Πόσο καιρό το γνώριζε αυτό και γιατί δεν της το είχε πει ποτέ; Δεν είχαν συζητήσει ποτέ ως τώρα το ενδεχόμενο να κάνουν παιδί, όμως στο μυαλό της φάνταζε ως μια πραγματικότητα που θα ερχόταν κάποια στιγμή. Έτσι δεν ολοκληρώνεται ένας γάμος, ένας έρωτας; Νιώθοντας ότι θα χάσει το μυαλό της, τον κοίταξε απελπισμένα.

Και τότε διάβασε στα μάτια του το ΓΙΑΤΙ της προδοσίας κι ένα αόρατο χέρι άστραψε στο πρόσωπό της ακόμα ένα δυνατό χαστούκι. Η αλήθεια ήρθε και σωριάστηκε στα πόδια της, εκεί που το αίμα απ΄την πληγή της είχε κοκκινίσει το λευκό χαλί.

Ο ΣΤΕΦΑΝΟ! Ο ΣΤΕΦΑΝΟ ΗΤΑΝ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ!

Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, λυγμοί ανέβηκαν στο στήθος της κι έγιναν αναφιλητά. Άρχισε να τρέμει σύγκορμη. Ο Κάρλος σαν να ξύπνησε από λήθαργο την κοίταξε με το βλέμμα ακόμα κενό. Πριν λίγη ώρα θα τον πονούσε να βλέπει την αγαπημένη του γυναίκα έτσι και θα είχε σπεύσει να την πάρει αγκαλιά και να την ηρεμήσει. Είχε ορκιστεί να τη λατρεύει για πάντα και να μην αφήσει τίποτα ποτέ να την πονέσει. Όμως τώρα ήταν εκείνη που είχε καρφώσει τον πόνο στην δική του καρδιά,έναν πόνο που τίποτα δε θα μπορούσε ποτέ να ξεριζώσει. Την άφησε να κλαίει σιωπηλά και γυρνώντας απότομα, πήρε το σακάκι του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι έφυγε. Έπρεπε να φύγει από κοντά της εκείνη τη στιγμή, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η οργή του δυνάμωνε σαν τσουνάμι κι απειλούσε να βγάλει την κατάσταση εκτός ελέγχου. Με το ίδιο πάθος που την είχε αγαπήσει, ένιωθε τώρα ότι θα μπορούσε να την πάρει στα χέρια του και να την συνθλίψει!

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα