Kεφάλαιο 11

2.2K 232 29
                                    

ΟΣΗ ΩΡΑ Ο ΣΤΕΦΑΝΟ μιλούσε, η Κριστίν ένιωθε σιγά σιγά την οργή της να καταλαγιάζει και να δίνει τη θέση της σε μια απέραντη θλίψη. Το ίδιο εκείνο σεντόνι λύπης που είχε σκεπάσει την καρδιά της, όταν νόμιζε ότι ο Στέφανο ήταν νεκρός και που το είχε αποτινάξει για τα καλά από πάνω της, ερχόταν πάλι να την τυλίξει, κατέβαινε αργά σαν την ομίχλη που σκεπάζει τις κορυφές των βουνών.

Τα ρούχα της στέγνωναν επάνω της κι είχε αρχίσει να τρέμει για τα καλά. Καθόταν εκεί στα σκαλοπάτια, με σκυμμένο το κεφάλι και χιλιάδες σκέψεις να κατακλύζουν το μυαλό της. Σκέψεις που δεν συνδέονταν σε κανένα νόημα, δεν υπήρχε αρχή και τέλος, αιτία και αποτέλεσμα, μόνο θλίψη.

Στην έπαυλη είχε πέσει πάλι σιωπή. Οι ήχοι του σπιτιού δεν ακούγονταν πια. Ο Στέφανο δεν ήξερε τι άλλο να της πει. Της είχε ξεδιπλώσει τα γεγονότα και τα αισθήματά του και τώρα έπρεπε να περιμένει. 'Επρεπε να της δώσει χρόνο να επεξεργαστεί στο μυαλό της όσα είχε ακούσει. Την είδε να τρέμει από το κρύο κι έκανε να την αγκαλιάσει. Εκείνη πετάχτηκε απότομα επάνω κι απομακρύνθηκε από τη σκάλα, όπου καθόταν όλη εκείνη την ώρα. Η Εστέλ χλιμίντρισε απαλά. 'Εξω η καταιγίδα είχε καταλαγιάσει, μέσα στο σπίτι όμως η ατμόσφαιρα παρέμενε ηλεκτρισμένη. Κανείς τους δεν ήξερε να πει πόση ώρα μπορεί να είχε περάσει. Μέσα σε κάποια λεπτά, πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία, είχαν δει κι οι δυο να περνά από μπροστά τους ο εφιάλτης που είχαν ζήσει, ο καθένας από τη μεριά του, τα προηγούμενα χρόνια. Γιατί και για τους δυο το άδοξο και απότομο τέλος του έρωτά τους υπήρξε ένας εφιάλτης. Το χειρότερο όμως όλων ήταν ότι τώρα ο εφιάλτης αποκτούσε συνέχεια, σαν ένα κακό όνειρο από το οποίο ξυπνάς κι όταν αποκοιμιέσαι πάλι βλέπεις τη συνέχειά του. Ο Στέφανο όμως δε μετάνιωνε για το ότι ξαναμπήκε έτσι στη ζωή της. Είχε πάρει τις αποφάσεις του, δε μπορούσε να ζήσει άλλο στη σκιά. Είχε αποφασίσει να διεκδικήσει τη ζωή του, γιατί στα χρόνια αυτά είχε καταλάβει ότι ζωή χωρίς την Κριστίν δεν υπήρχε. 'Ηταν έτοιμος να κάνει τα πάντα, μέχρι το τέλος, όποιο κι αν ήταν αυτό. Την κοιτούσε να στέκεται αμίλητη και το στομάχι του είχε σφιχτεί. Δεν ήξερε τι να περιμένει όταν είχε αρχίσει να της μιλά, τον πονούσε όμως να τη βλέπει έτσι.

– Κριστίν...μίλησέ μου. Πες μου τι σκέφτεσαι; της είπε μαλακά, ενώ την πλησίαζε αργά. Φοβόταν ότι θα άρχιζε πάλι να τρέχει μακρυά του κι ένιωθε τόσο κουρασμένος...Εκείνη όμως δεν το έκανε. Στράφηκε αργά προς το μέρος του και τον κοίταξε για λίγο χωρίς να πει λέξη. Στο βλέμμα της έβλεπε την πάλη που γινόταν μέσα της, τα χείλη της είχαν γίνει μια λεπτή γραμμή κι έτρεμαν ελαφρά από το κρύο.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα