Kεφάλαιο 6

Start from the beginning
                                    

Ξαφνικά αυτά τα υπέροχα μαύρα μάτια φωτίστηκαν κι απ' τα χείλη του βγήκε το όνομά της.

-Κριστίν...ήρθες! Στο άκουσμα της φωνής του η Κριστίν ένιωσε έναν λυγμό να ανεβαίνει από το στήθος στο λαιμό της και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Ξαφνικά δεν μπορούσε να δει τίποτα, ούτε τα δικά του δακρυσμένα μάτια, ούτε το δωμάτιο που έμοιαζε να γυρίζει γύρω της, δεν είδε εκείνον να έρχεται προς το μέρος της με δυο δρασκελιές, παρά μόνο ένιωσε δυο χέρια να την αρπάζουν και να την σηκώνουν στον αέρα, μια αγκαλιά να τη σφίγγει δυνατά, μια τόσο γνώριμη αγκαλιά και μια τόσο οικεία μυρωδιά, που ένιωσε σαν να είχε μπει στη μηχανή του χρόνου και να γύριζε πέντε χρόνια πίσω, σ' εκείνη την τελευταία φορά που την είχε αγκαλιάσει, πριν εξαφανιστεί για πάντα.

Ποιος ξέρει πόση ώρα έμειναν έτσι, εκείνος να την κρατά αγκαλιά με το πρόσωπο χωμένο στα μαλλιά της κι εκείνη με τα χέρια της ακίνητα, χωρίς να ξέρει τι να τα κάνει, αφού το κορμί της είχε χάσει ξαφνικά τη βούλησή του. Ο χρόνος δεν κυλούσε και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο άνεμος, που σφύριζε δυνατά μέσα από τα δέντρα και οι καρδιές τους, που χτυπούσαν πιο δυνατά ακόμα. Η Κριστίν κρατούσε τα μάτια της κλειστά, χωρίς να μπορεί να σταματήσει τα δάκρυα που κυλούσαν ανεξέλεγκτα κι εκείνος φοβόταν ότι αν την άφηνε από τα χέρια του θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια, σαν ακριβό κρύσταλλο. Μπορούσε να νιώσει τον πόνο της να διαπερνά τα ρούχα και το δέρμα του και να φτάνει μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Μακάρι να τον άφηνε να πάρει πίσω όλον αυτόν τον πόνο, που εκείνος είχε προκαλέσει και να την έβλεπε και πάλι να του γελά. Πρόφερε για μια ακόμη φορά το όνομά της και τότε στο άκουσμά του έγινε κάτι παράξενο.

Σαν να ξύπνησε από λήθαργο, η Κριστίν άνοιξε τα μάτια της κι άρχισε να παλεύει για να ξεφύγει από την αγκαλιά του, σαν να ήταν το θανατερό αγκάλιασμα ενός φοβερού πλάσματος που απειλούσε να την αφανίσει! Ο Στέφανο σαστισμένος την άφησε και μόλις η Κριστίν ένιωσε ότι τα πόδια της αγγίζουν πάλι σταθερά το έδαφος, ένα κύμα τρελής οργής την κυρίευσε και πριν το σκεφτεί, σήκωσε το χέρι της και το κατέβασε με ορμή στο πρόσωπό του. Το άδειο δωμάτιο πολλαπλασίασε τον ήχο και παρά την έκπληξη του, ο Στέφανο αντέδρασε γρήγορα και με το δεξί του χέρι άδραξε στον αέρα το άλλο χέρι της Κριστίν, που ερχόταν τώρα απειλητικά προς το πρόσωπό του. Την κρατούσε πάλι σφιχτά κι όταν εκείνη κάποια στιγμή σταμάτησε να παλεύει- με τον εαυτό της κι όχι μ' εκείνον- έμειναν κι οι δυο λαχανιασμένοι να κοιτάζονται.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Where stories live. Discover now