Kεφάλαιο 6

Magsimula sa umpisa
                                    

Η βαριά σιδερένια πόρτα έτριξε ανοίγοντας και το σκοτάδι πλημμύρισε τα μάτια της. Προχώρησε μερικά βήματα κοιτάζοντας γύρω της. 'Ολα της ήταν τόσο γνώριμα κάτω από το λιγοστό φως...'Επιπλα δεν υπήρχαν πια στο σπίτι, αφού με τα χρόνια τα πολυτελή δωμάτιά του είχαν λεηλατηθεί, παρά μόνο κάποια σπασμένα εδώ κι εκεί, απομεινάρια μιας άλλης καλής εποχής. Τα περίτεχνα γύψινα στους τοίχους και στα ξεφτισμένα πια ταβάνια, ένα διαλυμένο πιάνο, που σίγουρα είχε γνωρίσει μεγαλεία κι ένας τεράστιος πολυέλαιος στο τεράστιο σαλόνι του σπιτιού, που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να ξεκρεμάσει, ήταν ό,τι είχε απομείνει να μαρτυρά ότι κάποτε ζούσαν εκεί άνθρωποι, που γελούσαν, χόρευαν, ερωτεύονταν κι έπλεκαν σαν αράχνες τους ιστούς της ζωής τους.

Η Κριστίν προχώρησε προς τη μεγάλη σάλα, έριξε μια ματιά, αλλά δεν πέρασε την πόρτα της. Κάτι της έλεγε ότι εκείνος δεν βρισκόταν στο ισόγειο αλλά σε κάποιο από τα δωμάτια του επάνω ορόφου, που κάποτε ήταν τα υπνοδωμάτια και η βιβλιοθήκη του σπιτιού. Στ' αριστερά της ξεκινούσε η μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, με την ξύλινη κουπαστή. Την ανέβηκε σκαλοπάτι σκαλοπάτι, αργά, οι μπότες της αντηχούσαν παράξενα στα παλιά μάρμαρα, με την καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζε ότι ο χτύπος της έκανε ηχώ στον άδειο χώρο. 'Εφτασε στο κεφαλόσκαλο και σταμάτησε. Μπροστά της ανοιγόταν ένας διάδρομος, στην αριστερή πλευρά του οποίου υπήρχαν τέσσερα μεγάλα παράθυρα, ενώ στη δεξιά πλευρά του υπήρχαν τρεις πόρτες, καθώς και μία ακόμη στο τέρμα του. Πόσες φορές άραγε είχε μπει και βγει σ' αυτά τα δωμάτια παίζοντας, τώρα όμως δεν ήξερε ποια πόρτα να ανοίξει και σίγουρα τώρα δεν έπαιζε πια. Δε στάθηκε εκεί για πολύ. Με δυο βήματα βρέθηκε μπροστά στην πρώτη πόρτα, στα δεξιά του διαδρόμου η οποία ήταν ήδη ανοιχτή. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο δωμάτιο, προσπαθώντας με αγωνία να διακρίνει κάτι στο ελάχιστο φως που έμπαινε από τις ξύλινες γρίλιες. Προχώρησε λίγα βήματα.

Και τότε τον είδε... Στεκόταν όρθιος μπροστά στο παράθυρο και μόλις ένιωσε την παρουσία της, γύρισε το βλέμμα του πάνω της. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Τον κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι ήθελε να κάνει: να τρέξει κοντά του, να γυρίσει και να φύγει, να ουρλιάξει από χαρά ή από οργή, να γελάσει ή να κλάψει; Και τότε της ήρθε στο νου η φράση της αδελφής της: ΚΟΛΑΣΗ!

Ο άντρας που είχε λατρέψει, ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, που της είχε χαρίσει τη μεγαλύτερη ευτυχία αλλά και τη δυνατότερη θλίψη, εκείνος που νόμιζε νεκρό, βρισκόταν τώρα μπροστά της, ολοζώντανος και... ομορφότερος από ποτέ! Τα μαλλιά του ήταν πιο κοντά απ' ό,τι τότε, φορούσε πάντα μαύρα ρούχα ,αλλά τα μάτια του έμοιαζαν να έχουν χάσει αυτό το παιχνιδιάρικο που είχαν. Η Κριστίν είδε μέσα τους την αγωνία της προσμονής αλλά και μια θλίψη και για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι ίσως κι αυτός να είχε πονέσει.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon