Kεφάλαιο 4

2.8K 276 16
                                    


   Η ΚΡΙΣΤIΝ πρότεινε στον Κάρλος να κάνουν μια βόλτα με τα άλογα, θέλοντας να του ανακοινώσει την απόφασή της να μείνει λίγες μέρες με τους δικούς της. Ανέβηκαν στο δωμάτιό τους και φόρεσαν τα κατάλληλα για ιππασία ρούχα. Καθώς ο Κάρλος φορούσε τις μπότες του, η Κριστίν τον παρατηρούσε και το μυαλό της έκανε έναν περίεργο συνειρμό που της προκάλεσε ταραχή. Ο Κάρλος λάτρευε τα λευκά ρούχα στην γκαρνταρόμπα του, ενώ ο Στέφανο φορούσε σχεδόν πάντα μαύρα. Η εικόνα του ξεπήδησε μπροστά της με την ταχύτητα ενός φλας και για να τη διώξει τίναξε τα μαλλιά της πίσω και έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της σφιχτά. Όταν τα άνοιξε ο Κάρλος στεκόταν μπροστά της, έτοιμος. Πιασμένοι χέρι χέρι, κατευθύνθηκαν στους στάβλους. Εκείνη καβάλησε την Εστέλ, μια λευκή φοράδα κι ο Κάρλος τον κατάμαυρο Νουάρ και ξεχύθηκαν στην καταπράσινη εξοχή. Η Κριστίν λάτρευε την ιππασία από μικρή και μάλιστα κάποτε είχε πάρει μέρος και σε αγώνες. Κάλπαζε πάντα γρήγορα, έβαζε το άλογο να πηδά δύσκολα εμπόδια, καμιά φορά, όταν ήταν μικρή κάλπαζε ακόμα και κάτω από δυνατή βροχή, βγάζοντας τους γονείς της από τα ρούχα τους, που όσο κι αν της το απαγόρευαν, εκείνη εξακολουθούσε να το κάνει, με κάθε ευκαιρία.

Ο Κάρλος προσπαθούσε να την φτάσει, όμως εκείνην είχε γίνει ένα με το άλογο και δε σταμάτησε παρά μόνο όταν κατάλαβε ότι είχε φτάσει στα όρια του κτήματος, στους πρόποδες του λόφου. Σήκωσε τα μάτια της και ξέπνοη, κοίταξε την παλιά έπαυλη, που ορθωνόταν γκριζωπή στην κορυφή. Γιατί είχε πάει προς τα κει; Η σκέψη ότι ίσως εκείνος να την κοιτούσε εκείνη την στιγμή πίσω από κάποιο παράθυρο, της έφερε ταραχή. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε από το λαχάνιασμα, τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και τα μάτια της δεν μπορούσαν να πάψουν να κοιτούν τα κλειστά παράθυρα, με τα ξύλινα παντζούρια, που ο χρόνος και η εγκατάλειψη είχαν φθείρει ανεπανόρθωτα.

-Τι είναι εκεί; άκουσε ξαφνικά τη φωνή του άντρα της πίσω της. 'Ηταν κι εκείνος λαχανιασμένος, όπως και τα άλογά τους. Η Κριστίν τράβηξε το χαλινάρι της Εστέλ, την χτύπησε μαλακά στα πλευρά με τη μπότα της για να πάρει την αντίθετη κατεύθυνση και άρχισε να προχωράει προς το δάσος. Ο Κάρλος την ακολούθησε.

– Μια παλιά εγκαταλελειμμένη έπαυλη, ακατοίκητη εδώ και πολλές δεκαετίες. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έμενε κανείς εκεί.

– Κρύβει κάποιο μυστήριο; ρώτησε ο Κάρλος.

– Πολλά αλλά μάλλον όχι τόσο περίπλοκα και τρομακτικά όσο θέλουν οι ντόπιοι θρύλοι. Παίζαμε εκεί όταν ήμασταν μικρές, απάντησε με νοσταλγία στη φωνή.

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα