Κεφαλαιο 2

964 104 1
                                    

Ο jimin δυσκολευόταν από το κράτημα των δύο αντρών στο χέρι του. "Παρακαλώ, Αφήστε με!" Παρακαλεί προσπαθώντας να ελευθερωθεί και να πάει πίσω στον πατέρα του. Οι δύο άντρες δυναμώσαν το κράτημα τους. Ήταν τόσο σφικτά, που ο jimin ήταν σίγουρος πως τα χέρια του είχαν ήδη μελανιάσει.

"Θα το κόψεις επιτέλους;!" Ο άντρας στα αριστερά του φώναξε μες στο αφτί του. Ο jimin σταμάτησε επιτέλους να κουνιέται απ τον φόβο του και άφησε τους άντρες να τον σύρουν προς την πύλη του κήπου και ύστερα προς το αυτοκίνητο τους. "Π-Που με πατε;" Ρώτησε τραβλίζοντας.

"Θα μάθεις όταν φτάσουμε, τώρα μπες μέσα!" Απάντησαν, σπρώχνοντας τον μέσα στο αμάξι, κλείνοντας μετά την πόρτα. Κάθησε ήσυχα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, ενώ οι δύο άντρες στις θέσεις το οδηγού και του συνοδηγού.

"Το καλό που σου θέλω να μην κάνεις τίποτα ηλίθιο, νεαρέ" Αυτός στη θέση του οδηγού απείλησε, προσαρμόζοντας τον καθρέφτη για να τον βλέπει καλύτερα. "Αλλιώς στο υπόσχομαι. Θα το μετανιώσεις" Σταμάτησε να μιλάει και έβαλε μπρος την μηχανή. Ο jimin κοίταξε την πόρτα, σχεδιάζοντας να φύγει όσο ακόμη μπορεί.

Αλλά πριν προλάβει να πιάσει το χερούλι, ο άντρας στην θέση του συνοδηγού, βγάζει ένα όπλο και το στρέφει προς αυτόν. "Και μην νομίζεις ότι αστειεβόμαστε" Προσθέτει. Τα χείλη του jimin άσπρισαν, δεν είχε ξανανιώσει τόσο φοβο σε όλη του την ζωή. Θα πρέπει να τους υπακούσει, αν θα ήθελε να μείνει ζωντανός. Και με αυτό, ο jimin, νεύει καταφατικά και θάβει τον εαυτό του στο κάθισμα. Δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σε αυτούς και ας είχε ένα πιο καλό και δυνατό σώμα. Ήταν ανυπεράσπιστος και δεν ήξερε τι να κάνει αυτή την στιγμή.

Κοίταξε σιγά-σιγά έξω από το παράθυρο για να ηρεμήσει, όταν ο άντρας άρχισε να οδηγεί. Έβλεπε καθώς το σπίτι του γινότανε όλο και πιο μικρό, μέχρι που δεν μπορούσε πλέον να το δει. Άρχισαν για άλλη μια φορά δάκρυα να πέφτουν από τα μάτια του, φοβόταν , φοβόταν παρά πολύ. Είχε αρχίσει να ανησυχεί για τον εαυτό του και για τον πατέρα του.

Τι θα απογίνω; Όχι.... Τι θα απογίνει ο πατέρας μου; Δεν έχει τίποτα. Δεν έχει λεφτά και είναι άστεγος! Θα λιμοκτονήσει.

Κάλυψε το πρόσωπο του με τα χέρια του καθώς έκλαιγε απο τις σκέψεις του. Οι ήχοι από το κλάμα του ενοχλούσαν τους δύο άντρες. "Τσ, σταμάτα πια να κλαις" Είπε ο συνοδηγός και άνοιξε το ράδιο. Ένα τραγούδι άρχισε να παίζει, χάνοντας την ησυχία.

Δεν ήταν ένα απλό τραγούδι, ήταν το τραγούδι που η μητέρα του πάντα τραγουδούσε. Το τραγουδούσε καθώς μαγείρευε ή όταν έφτιαχνε τον κήπο τους, πιθανόν και να το μουρμούριζε όπου και να πήγαινε, ακόμα και όταν διάβαζε.

Αναμνήσεις από την μητέρα του του θόλωσαν το μυαλό. Θυμόταν όταν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με την μητέρα του αριστερά του που μουρμούριζε αυτό το τραγούδι και του χτυπούσε ελαφρά το πόδι για να τον πάρει ο ύπνος, και ο πατέρας στα δεξιά του που τον είχε ήδη πάρει ο ύπνος ακούγοντας την φωνή της γυναίκας του.

Κοιτούσε επίμονα έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και αναστέναζε, ακούγοντας το τραγούδι, τα δάκρυα του συνέχιζαν να κυλούν στο πρόσωπο του.

Φανταζόταν την μητέρα του να τραγουδούσε αυτό το τραγούδι δίπλα του. Όπως πάντα έκανε. Όταν τελείωσε το τραγούδι σιγά-σιγά αποκοιμήθηκε.

Taken By The Beast || Yoonmin Where stories live. Discover now