Κεφάλαιο 36

Start from the beginning
                                    



Το επόμενο πρωί ο Μίλτος περίμενε την Νεφέλη στην κουζίνα. Είχε ετοιμάσει πρωινό και έτρωγε, ενώ ταυτόχρονα διάβαζε ένα βιβλίο.

Είχε ακούσει τη Νεφέλη αργά το βράδυ να βγαίνει από το δωμάτιό της και όταν αργότερα γύρισε σε αυτό, την άκουγε για πολύ ώρα να πηγαινοέρχεται αναστατωμένη. Σίγουρα ήταν πολύ στεναχωρημένη και δεν της κολλούσε ύπνος, όπως και στον ίδιο άλλωστε.

Έτσι, αποφάσισε να την αφήσει να κοιμηθεί όσο το είχε ανάγκη, όμως η ώρα περνούσε και την προηγούμενη μέρα, είχαν συμφωνήσει με τον Στράτο να συναντηθούν στην καφετέρια της Ρένας.

Έκλεισε αποφασιστικά το βιβλίο του και έγραψε ένα σημείωμα, που το ακούμπησε δίπλα στο πιάτο με το ψωμί.

'Βγαίνω μια βόλτα. Αν θέλεις έλα να με βρεις στο καφέ της Ρένας.'

Όταν ο Μίλτος μπήκε στην καφετέρια, είδε αμέσως τον Στράτο καθισμένο απέναντι από την Έλσα. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, πρόδιδαν το οτι δεν είχε κοιμηθεί και πολλές ώρες και το ύφος του ήταν σκοτεινό.

Ο Μίλτος ήξερε τι μπορεί να περίμενε ο Στράτος από εκείνον και πίστευε οτι όλη αυτή η τραγική ιστορία θα έπρεπε να τελειώσει. Στο κάτω κάτω αυτο θα ήθελε και η Δήμητρα.

Καθώς πλησίαζε το τραπέζι, ο Μίλτος κοίταξε τον φάρο, που ήταν το μέρος που χάθηκε εκείνη.

Κανείς δεν το είχε μάθει, αλλά λίγες μέρες αφού είχε επιστρέψει η Φανή στην Αθήνα, μετά από το χαμό της Δήμητρας,  εκείνος είχε πάει στην πόλη για να δει το μέρος, που σκοτώθηκε ένας άγγελος. Όταν έφτασε εκεί ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ανατέλλει. Πήγε στον φάρο και είδε το σημείο που οι αρχές είχαν περιφράξει με κορδέλες. Πλησίασε την τρύπα στο έδαφος και κοίταξε τα βράχια από κάτω. Λευκά λουλούδια ήταν πεταμένα παντού επάνω τους.

Είχε φέρει και εκείνος μια μεγάλη ανθοδέσμη με λευκά λουλούδια και τα πέταξε στο κενό κοιτάζοντάς τα ώσπου να πέσουν στα βράχια από κάτω. Μερικά λουλούδια πετάχτηκαν μακριά από τους βλαστούς τους  ενώ πολλά πέταλα σκόρπισαν στον αέρα.

" Καλό ταξίδι Δήμητρα" ψιθύρισε βουρκωμένος. Κάθισε για λίγο στο ψυχρό υγρό έδαφος κοιτάζοντας τη θάλασσα, μπροστά του. Η ανάμνηση του χαμογελαστού προσώπου της  Δήμητρας εμφανίστηκε μπροστά του.

Ξαφνικά πίσω του άκουσε ένα μπουκάλι να πέφτει. Γύρισε ξαφνιασμένος αφού νόμιζε οτι ήταν μόνος του, τόσο νωρίς το πρωί.

Ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος άτσαλα σε ένα πεζούλι, με το κεφάλι του να ακουμπάει στον τοίχο του φάρου. Το μπουκάλι πρέπει να είχε φύγει από τα χέρια του αφού έδειχνε να είναι κομμάτια από το ποτό.

Ο Μίλτος σηκώθηκε και τον πλησίασε. Ο άντρας παρά την ψύχρα του πρωινού, φορούσε μόνο ένα πουκάμισο τσαλακωμένο και στο πρόσωπό του είχε γένεια .

"Είσαι καλά;" τον ρώτησε, αλλά ο άντρας ενοχλημένος, σήκωσε το χέρι του και του έκανε νόημα να φύγει.

Ο Μίλτος έφυγε για το νεκροταφείο, αφήνοντάς τον πίσω του να μουρμουρίζει ακαταλαβίστικα.

Τον άντρα αυτόν, τον αναγνώρισε στο σπίτι όταν έφτασε για την κηδεία της Φανής. Ήταν ο Στράτος.

Μια λευκή μορφή στα βράχια μπροστά από τον φάρο του τράβηξε την προσοχή και ο Μίλτος σταμάτησε να περπατάει συγκλονισμένος: "Δήμητρα!" ψιθύρισε. 

Αν και ήταν μακριά, το ήξερε οτι ήταν αυτή.



Ο ΦΑΡΟΣWhere stories live. Discover now