Κεφάλαιο 14

Start from the beginning
                                    

"Εσύ πως τολμάς και ανακατεύεσαι. Αυτή η γυναίκα είναι η αρραβωνιαστικιά μου." Ο Ορέστης κοίταξε την Νεφέλη ερωτηματικά. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και μετά γύρισε και κοίταξε τον Τάκη στα μάτια λέγοντας: "Δεν είμαι η αρραβωνιαστικιά σου. Ήμουν. Τώρα πια δεν είμαστε τίποτα ο ένας για τον άλλο. Πάρτο απόφαση και φύγε από εδώ."

Ο Τάκης έκανε να την πλησιάσει αλλά ο Ορέστης μπήκε μπροστά της και του είπε: " Άκουσες τι σου είπε; "

"Έλα πάμε. Η Νεφέλη έπιασε το χέρι του Ορέστη και τον τράβηξε έξω από το μπαρ, αφήνοντας τον Τάκη να τους παρακολουθεί πληγωμένος.

Όταν βγήκαν στον δροσερό αέρα εκείνη κοίταξε γύρω της τους έρημους δρόμους: "Νομίζω οτι δεν έχουμε και πολλά να κάνουμε αν δεν καθίσουμε στο μπαρ. Ίσως τελικά να είναι καλύτερα να επιστρέψω σπίτι."

Ο Ορέστης είπε διστακτικά: " Αν θέλεις μπορούμε να πάμε στο σπίτι μου. Δεν εννοώ κάτι με αυτήν την πρόταση, μην με παρεξηγήσεις αλλά εκεί θα μπορέσουμε να καθίσουμε με την ησυχία μας."

Η Νεφέλη το σκέφτηκε για λίγο: "Πάμε."

Ο Ορέστης της έδειξε τη μηχανή: " Έχεις πρόβλημα να πάμε με τη μηχανή;"

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Όταν ανέβηκε στη μηχανή τύλιξε τα χέρια της γύρω του χαλαρά. Εκείνος όμως τα έπιασε και τα έσφιξε γύρω του: "Κρατήσου καλά."

Δεν έτρεχε πολύ και η Νεφέλη είχε την ευκαιρία να απολαύσει τη διαδρομή, με την ελευθερία που της έδινε η μηχανή. Ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη του. Ήταν εντυπωσιακό το πόσο κοντά με τον Ορέστη αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Αισθανόταν σα να τον ήξερε χρόνια.

Έφτασαν σε μια διώροφη βίλα με έναν πολύ μεγάλο και περιποιημένο κήπο. Λίγα μέτρα πιο μακριά και σε έναν λόφο δίπλα στη θάλασσα βρισκόταν το ξενοδοχείο, με τα φώτα του να φωτίζουν την πλαγιά.

Ο Ορέστης σταμάτησε τη μηχανή στο πλάι της βίλας όπου υπήρχε άλλη μια είσοδος.

"Από εδώ είναι η είσοδος του κάτω ορόφου, που είναι το δικό μου σπίτι. Ο πατέρας μου μένει στον επάνω όροφο. Είναι δύο χωριστά σπίτια."

Το σπίτι μέσα ήταν λιτά αλλά πρακτικάεπιπλωμένο . Η Νεφέλη κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να συλλέξει πληροφορίες για το χαρακτήρα του: "Εσύ διακόσμησες το σπίτι;"

"Ναι. Θέλεις να σου βάλω κάτι να πιεις; " Την οδήγησε στο σαλόνι με τους λευκούς καναπέδες και τη μαύρη πολυθρόνα.  Ο τακτοποιημένος χώρος της έδειξε οτι ήταν άνθρωπος που του άρεσε η τάξη.

" Ένα νερό είναι αρκετό."

Την κοίταξε πονηρά: "Μήπως νομίζεις οτι έχω σκοπό να σε αποπλανήσω;"

"Αν φοβόμουν κάτι τέτοιο δεν θα σε ακολουθούσα."

Ο Ορέστης ακούμπησε το ποτήρι με το νερό στο τραπεζάκι και κάθισε δίπλα της :" Ο αρραβωνιαστικός σου δε φαίνεται να αποδέχεται το χωρισμό σας."

"Στην πραγματικότητα παίρνει θάρρος από τη μητέρα μου, που προσπαθεί να με πείσει να του δώσω δεύτερη ευκαιρία. Άλλωστε αυτό που θέλει από την αρχή είναι να πουλήσω το σπίτι εδώ και να γυρίσω στην Αθήνα."

Ο Ορέστης σήκωσε τα φρύδια του : "Να υποθέσω οτι δεν της είπες τίποτα για εμάς."

 "Νομίζεις οτι με την σχέση που έχουν ο πατέρας σου με την μητέρα μου θα μπορούσα να της το πω; Τότε είναι που θα με δέσει για να με πάρει σηκωτή πίσω στην Αθήνα, μη σου πω και στην Αγγλία."

"Έχεις δίκιο. Η περίπτωσή μας είναι πολύπλοκη." Πέρασε τα χέρια του γύρω της " Αλλά δεν θα τους αφήσουμε να μας δημιουργήσουν πρόβλημα. Θα το παλέψουμε."

Η Νεφέλη έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό του και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια: " Γιατί με σένα νιώθω σα να γύρισα σπίτι μου; Γνωριζόμαστε τόσο λίγο... Φαντάζομαι οτι είμαστε αυτό που λένε αδελφές ψυχές."

"Είναι περίεργο, δεν είναι; Και εγώ έτσι νιώθω."  έσκυψε κοντά της και τα ζεστά του χείλη ακούμπησαν τα δικά  της.

Η Νεφέλη χάθηκε μέσα στα φιλιά του. Τελικά δεν χρειάστηκε να την αποπλανήσει γιατί εκείνη ήταν διατεθειμένη να του τα δώσει όλα χωρίς να υπολογίσει τίποτα .

Το παρελθόν δεν είχε να κάνει με εκείνους  και η μητέρα της δεν μπορούσε να της υποδείξει ποιον να αγαπήσει. Η καρδιά της ήδη ανήκε στον Ορέστη.



Ο ΦΑΡΟΣWhere stories live. Discover now