Κεφάλαιο 7

Start from the beginning
                                    

"Αφού ήρθες τώρα, δεν θα ξέρεις και κανέναν στην πόλη. Όποτε θέλεις να έρχεσαι να κάνουμε παρέα. Το βράδυ μάλιστα η καφετέρια λειτουργεί σαν μπαράκι και μαζεύει όλη την  νεολαία της περιοχής, αν μπορείς έλα."

Η Νεφέλη χαμογέλασε και ευχαρίστησε την εγκάρδια κοπέλα. Η οποία κάθισε μαζί της και άρχισε να της μιλάει για την πόλη: " Η πόλη μας μπορεί το χειμώνα να είναι λίγο καταθλιπτική αλλά το καλοκαίρι μαζεύει τουρισμό. Μάλιστα πίσω από το λόφο εκεί" της εδειξε ένα σημείο κοντά στη θάλασσα από την άλλη μεριά του φάρου, υπάρχει μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα. Την έχει ο Στράτος Αντρέου, μαζί με το γιο του τον Ορέστη."

"Α ναι τους έχω συναντήσει. Με τον Ορέστη συστηθήκαμε αλλά ο Στράτος φαίνεται λίγο άγριος."

"Μην τον παρεξηγείς είναι πολύ κλειστός άνθρωπος. Απ'ότι έχω ακούσει από τη μητέρα μου, όταν ήταν νέος αγαπούσε πολύ μια κοπέλα. Ήθελε να την παντρευτεί αλλά εκείνη χάθηκε για ένα διάστημα και όταν επέστρεψε, σκοτώθηκε πέφτοντας στα βράχια κάτω από το φάρο. Κανείς δεν ξέρει πραγματικά τι συνέβη. Είπαν οτι αυτοκτόνησε. Η μητέρα μου που ήταν πολύ καλή φίλη με εκείνη δεν το πίστεψε ποτέ αλλά δεν μου είπε ποτέ ποια ήταν. Πάντα έλεγε οτι αφού εκείνη χάθηκε δεν υπήρχε λόγος να μάθει κανείς αυτή την ιστορία.

Στην είπα μόνο και μόνο για να καταλάβεις τη συμπεριφορά του Στράτου. "

"Αλήθεια, διαδραματίστηκε μια τέτοια τραγική ερωτική ιστορία σε αυτό τον φάρο; Βασανισμένη ψυχή λοιπόν ο Στράτος, γι αυτό έχει αυτή η συμπεριφορά." είπε σκεφτική. Αισθάνθηκε να τον λυπάται.

"Ναι, μετά από αυτό το συμβάν εκείνος έφυγε στο εξωτερικό και όταν επέστρεψε είχε γυναίκα και παιδί. Κανείς όμως δεν τον είδε ξανά να χαμογελάει, σα να είχε πεθάνει μαζί με την αγαπημένη του."

"Ο γιος του γνωρίζει την ιστορία από το παρελθόν του πατέρα του;"

Η Ρένα σήκωσε τους ώμους της : "Ποιος να ξέρει; Δεν είναι κάτι που συζητιέται εύκολα."

Αφού συζήτησαν λίγο ακόμη, η Νεφέλη σηκώθηκε για να φύγει και  η Ρένα την προσκάλεσε να πάει στο μπαρ το βράδυ.

"Θα προσπαθήσω να έρθω." της υποσχέθηκε και βγήκε στο δροσερό αέρα. Καθώς περπατούσε αργά προς το σπίτι κοίταζε τον φάρο. Τώρα γνωρίζοντας την τραγική ιστορία που γράφτηκε εκεί, τον έβλεπε με άλλο μάτι. Σαν ξαφνικά να είχε αποκτήσει ψυχή και στεκόταν εκεί τιμωρημένος και μόνος προσπαθώντας να εξιλεωθεί για την ζωή που χάθηκε στα πόδια του.

Αισθάνθηκε μια ανατριχίλα να διατρέχει τη σπονδυλική της στήλη όταν είδε μια ασπροντυμένη μορφή να στέκεται ακίνητη μπροστά από το φάρο σα  να περίμενε. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Ήταν πολύ μακριά. Αλλά υποπτευόταν ποια μπορεί να ήταν. Η παρουσία της είχε αρχίσει να την τρομάζει. Έπρεπε να είχε ρωτήσει την Ρένα αν υπήρχε στην πόλη κάποια κοπέλα που δε στεκόταν καλά στα μυαλά της και πήγαινε συνέχεια στο φάρο ή έβγαινε έξω μέσα στην καταιγίδα.

Άκουσε μια μηχανή να σταματάει δίπλα της. Πήρε τα μάτια της από το φάρο. Ο άντρας που την οδηγούσε έβγαλε το κράνος του και της χαμογέλασε πλατιά.

"Καλημέρα Ορέστη." του χαμογέλασε .

"Καλημέρα. Γυρνάς σπίτι;"

"Ναι, είχα πάει για έναν καφέ στης Ρένας και τώρα επιστρέφω."

"Κρίμα να μην το ξέρω θα ερχόμουν πιο νωρίς να πιούμε καφέ μαζί"

"Δεν πειράζει, άλλη φορά, άλλωστε αν μας έπαιρνε το μάτι του πατέρα σου μπορεί να σου θύμωνε."

"Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη για τη συμπεριφορά του πατέρα μου. Δεν ξέρω τι έχει πάθει με τη μητέρα σου. Μπορεί να μην είναι και ο πιο ευχάριστος άνθρωπος στον κόσμο αλλά πάντα είναι ευγενικός. Με τη μαμά σου όμως ..."

"Μου είπε η μαμά, οτι όλα οφείλονται σε μια παρεξήγηση από το παρελθόν. Μην ανησυχείς δεν θα δώσω σημασία."

"Χαίρομαι γιατί δεν θα ήθελα να υπάρχουν εμπόδια ανάμεσά μας."

Η Νεφέλη αισθάνθηκε να κοκκινίζει. Ο Ορέστης της εκδήλωνε το ενδιαφέρον του.

"Χαριτωμένο!!" είπε εκείνος βραχνά και χαμογέλασε.

"Ποιό;"

Ακούμπησε το κράνος στο πίσω μέρος της μηχανής και μετά έβαλε τις παλάμες του πάνω στα μάγουλά της: "Αυτό! Το οτι κοκκινίζεις."

Η Νεφέλη ταράχτηκε: " Μη με πειράζεις. Δυστυχώς είναι κάτι που το έχω από παιδί. Ότι και να θέλω να κρύψω, το κοκκίνισμά μου με προδίδει."

"Και τώρα τι ήθελες να κρύψεις;"

"Τίποτα." τα μάγουλά της κοκκίνησαν και πάλι.

Ο Ορέστης γέλασε και η γοητεία του αυξήθηκε ακόμη περισσότερο: "Το βράδυ θα έρθεις στο μπαρ; Φαντάζομαι οτι σε κάλεσε  η Ρένα."

"Ναι λέω να έρθω."

"Ωραία τότε θα τα πούμε το βράδυ. Τώρα σε αφήνω γιατί αν κοκκινίσεις λίγο ακόμη θα πάρεις φωτιά." το γέλιο του την έκανε να χαμογελάσει. Εκείνος φόρεσε το κράνος του και της κούνησε το χέρι πριν στρίψει τη μηχανή και εξαφανιστεί.

Η Νεφέλη έβαλε τα χέρια της στα μάγουλά της που έκαιγαν. Είχε πάρα πολύ καιρό να το πάθει αυτό.

Όταν ξεκίνησε και πάλι για το σπίτι, η παρουσία στο φάρο είχε εξαφανιστεί. Όσο και αν κοίταζε δεν μπορούσε να τη διακρίνει πουθενά.





Ο ΦΑΡΟΣWhere stories live. Discover now