Επιστροφή (Σον)

Start from the beginning
                                    

Ξαφνικά ακούστηκαν ελαφριά βήματα στην ατμόσφαιρα. Οι αφηρημένες μου σκέψεις λες κι ήταν μια προσωρινή ομίχλη, διαλύθηκαν μονομιάς. Έστρεψα το βλέμμα μου προς τη κατεύθυνση από όπου προερχόταν ο ισχνός ήχος μέχρι που η Χόουπ ξεπρόβαλε πίσω από τον κορμό ενός μεγάλου δένδρου. Οι αχτίδες του ζεστού ήλιου άγγιξαν το πρόσωπό της με τα φωτεινά τους χέρια. Μου χαμογέλασε, με τα μακριά μαλλιά της να πέφτουν πάνω στους ώμους της σαν ένα ακριβό μεταξωτό σάλι.

«Πως με βρήκες;» μουρμούρισα έκπληκτος.

Με πλησίασε αργά αργά, έκατσε δίπλα μου και άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει στον ώμο μου. Γέμισα τους πνεύμονες μου με το άρωμά της, τη γνώριμη βανίλια που τόσο αγαπούσα. Όταν την είδα για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια μακριά της το μόνο που ήξερα... ότι αν μπορούσα να έχω κάτι όπως ακριβώς υπήρξε στα δεκαεφτά μου θα ήταν εγώ και εκείνη, η σχέση μας, η αγάπη μας. Και για μια στιγμή, καθώς κοιτούσε ο ένας τον άλλον ξανά, εκείνη την ηλιόλουστη ημέρα της απελευθέρωσης μου, πίστεψα πως θα μπορούσαμε να φτιάξουμε από την αρχή ό,τι είχαμε. Μα, όσο περνούσε ο καιρός, η επιθυμία μου αυτή φάνταζε όλο και πιο ακατόρθωτη. Πολλά είχαν αλλάξει από τότε. Γιατί μπορεί για εμένα η ζωή να είχε σταματήσει για τέσσερα ολόκληρα χρόνια αλλά για τους υπόλοιπους συνέχιζε κανονικά ή τουλάχιστον απλά συνέχιζε.

«Ο πατέρας μου, μου είχε πει, όταν ήμουν μικρή, ότι οι άνθρωποι όταν εξαφανίζονται για να ανακουφίσουν τη ψυχή τους από τον πόνο, πηγαίνουν στα πιο αγαπημένα μέρη τους, σε τόπους που αγαπούν,» είπε χαμηλόφωνα και έστρεψε το κεφάλι της προς το δικό μου,«Κι εγώ εδώ ερχόμουν κάθε φορά που δεν δεχόσουν να με δεις στη φυλακή!»

Δεν ήξερα τι έπρεπε να της πω. Εκείνη τη στιγμή οι λέξεις φαίνονταν τόσο αδύναμες να εκφράσουν και το πιο μικρό μου συναίσθημα. Την αγκάλιασα, με όλη μου τη δύναμη, με όλο μου το είναι και εκείνη με αγκάλιασε πίσω. Το κράτημα της ήταν σφιχτό, με έκανε να νιώθω πληρότητα και γαλήνη, όπως πάντα.

«Σον Ρόμπερτς, δεν έχω την παραμικρή ιδέα πως θα ενώσουμε τα σπασμένα μας κομμάτια αλλά υποσχέσου μου πως θα κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να είμαστε μαζί!» μου είπε με τρεμάμενη φωνή ενόσω ήμασταν αγκαλιασμένοι.

Απομακρύνθηκα λίγο, χάιδεψα το μάγουλό της με τα ακροδάχτυλα μου, έπειτα τα χείλη της και μετά τη φίλησα, αργά όπως της άρεσε.

«Το υπόσχομαι!» ψιθύρισα πάνω στο στόμα της και απρόσμενα η ελπίδα, αυτή η μικρή φλόγα της ζωής μου που κατοικούσε βαθιά στη καρδιά μου, άρχισε να λαμπυρίζει στο σκοτάδι.

Author's Note:

Λοιπόν, αμήχανη σιωπή... ακούγεται ένας γρύλος στο background, δεν ξέρω τι έχετε να πείτε για ό,τι διαβάσατε παραπάνω.

Βασικά ξέρετε τι;

Όσο το έγραφα δεν ένιωσα αυτή τη σπίθα που ένιωθα πάντα όταν έγραφα ένα κεφάλαιο στο Χρώμα του Καπνού. Γι'αυτό και μου βγήκε πολύ μικρό. Φαίνεται πως η ιστορία της Χόουπ και του Σον έχει επισήμως τελειώσει για το μυαλό μου και δεν χρειάζεται περιττές σάλτσες. Επιπλέον, έπειτα από λίγη ενδοσκόπηση, και ενόσω έγραφα το παραπάνω, κατάλαβα ότι η συγγραφή, ο τρόπος που γράφω, δεν είναι ο ίδιος πλέον, κάτι έχει αλλάξει, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Έτσι, κατέληξα στα εξής:

-Το Χρώμα του Καπνού, it's over for me... μόνο διορθώσεις θα κάνω τώρα (μπορεί να προσθέσω και κάποια μικρά πράγματα για να καλύψω τα λεγόμενα plot holes)

-Πρέπει να ασχοληθώ με καινούρια πράγματα, κι αυτό θα προσπαθήσω να κάνω.

Αυτά από εμένα. Τα λέμε με στο Χρώμα της Νύχτας και στο Πριν Χαθείς (στο οποίο ανέβασα και τον πρόλογο)

Θέλω να ελπίζω σύντομα :) <3

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now