Κεφάλαιο 5ο|| Σον

1.3K 200 63
                                    

Ίσως ο έρωτας είναι η πιο μαύρη μαγεία.

Αλλά, και η ομορφότερη την ίδια στιγμή.

[...]

Το άρωμα της, το απαλό, βελουδένιο της δέρμα. Αυτά τα μαγευτικά πράσινα μάτια, που αναστάτωναν κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Και η παραμικρή λεπτομέρεια της ύπαρξης της, που με αιχμαλώτιζε και με άφηνε αδύναμο μόνο στη σκέψη να μην μπορώ να την αγαπήσω. Γιατί ήξερα ότι ήμασταν δύο παράλληλοι κόσμοι, δύο ζωές που ήταν αδύνατον να ενωθούν ή έστω να συνυπάρξουν αρμονικά από ανάγκη.

Αυτό που δεν ήξερα όμως ήταν τι πραγματικά ένιωθα για την Χόουπ ή μάλλον γνώριζα, απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ και να το αποδεχτώ.

Το φωτεινό χαμόγελό της, που πάντα παρατηρούσα από μακριά, με γέμιζε ηρεμία, γαλήνη. Το άρωμα της βανίλιας που εισέβαλε εκείνο το βράδυ στα ρουθούνια μου, όταν έπεσε και την κράτησα μέσα στα χέρια μου, με τρέλανε. Είχα χάσει την αίσθηση του τώρα και του μετά τη στιγμή που το άσπρο, λεπτό της χέρι ακούμπησε το μάγουλο μου. Ακόμα θυμάμαι πως την έσφιξα πάνω στο κορμί μου ασυναίσθητα.

Όσο τρελό και αν ήταν, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που η καρδιά της χτύπαγε δυνατά πάνω στη δικιά μου, σκέφτηκα πως θα μπορούσα να την κάνω να με αγαπήσει.

«Σον είσαι μέσα;» ρώτησε η μητέρα μου και άνοιξε σιγά σιγά τη πόρτα.

Το πρόσωπο της φαινόταν κουρασμένο. Ήταν βράδυ Κυριακής και εγώ ήμουν σπίτι. Συνήθως τέτοιες ώρες θα έβγαινα έξω για να σπαταλήσω τον χρόνο μου σε μια γερή δόση αλκοόλ με τον Ντάρεν. Αλλά σήμερα δεν ξεμύτισα καθόλου από το δωμάτιο μου. Το έντονο, υπέροχο βλέμμα της με δέσμευσε στο σκοτάδι μου. Δεν μπορούσα να ξεχάσω τα πράσινα της μάτια και από το απόγευμα ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου να τα ανακαλώ στη μνήμη μου.

«Τι θες;» κοίταξα το άσπρο ταβάνι ακόμα πιο έντονα.

«Η θεία Άντζι, πέθανε το πρωί,» είπε σιγανά με λυπηρό τόνο.

Η καρδιά μου σφίχτηκε απότομα.

«Πως; Τι έγινε;» αναρωτήθηκα αναστατωμένος ενώ σηκώθηκα βιαστικά από το κρεβάτι.

Η θεία Άντζι ήταν η μοναδική μου θεία. Δεν είχα άλλους συγγενείς και επομένως οι γονείς μου και η θεία μου ήταν η μοναδική οικογένεια μου. Και έτσι από το πουθενά έχασα ένα από τα τρία μέλη της.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα