Κεφάλαιο 19|| Σον

993 138 107
                                    

''There is never a time or place for true love. It happens accidentally, in a heartbeat, in a single flashing, throbbing moment.''

Sarah Dessen, The Truth About Forever.

[...]

Είμαστε άνθρωποι, τουλάχιστον, έτσι είπαν. Έχουμε συναισθήματα, πονάμε, αρρωσταίνουμε, γεννιόμαστε, πεθαίνουμε. Τελικά, όλα είναι ένας φαύλος κύκλος. Γυρνάμε γύρω γύρω από ένα κέντρο, που ο κόσμος νομίζει, πως καλούμε ανθρωπότητα.

Τι κι αν είμαστε ζώα; Αιμοβόρα κτήνοι, άθλιες υπάρξεις, που έχουν κάνει το χρήμα θεό, τη δύναμη ελπίδα, την κακία καλοσύνη, ακόμη και τον έρωτα ένα απαίσιο έγκλημα.

Ίσως, αυτό το λεγόμενο μέλλον μας να είναι μόνο ένα αστείο ψέμα. Μα, στο τέλος κανένας δεν γελάει.

Ατελείωτοι καπνοί δραπέτευαν από τα χείλη μου. Τα μάτια μου καρφωμένα στο παράθυρο της. Απαλό, αχνό φως ξέφευγε από το εσωτερικό του δωματίου της.

Η Χόουπ Τόμας, το κορίτσι με τα μάτια που θύμιζαν τον παράδεισο, με το απαλό δέρμα, φτιαγμένο από το ακριβότερο βελούδο του Θεού κι τα μεταξωτά σκούρα καστανά μαλλιά ήταν κάτι σαν απαγορευμένη ζώνη. Αν τολμούσα να την προσεγγίσω θα εξαφανιζόταν κι οι κοιμισμένες βόμβες του πολέμου μέσα στο όμορφο, επικίνδυνο έδαφός της θα εκρύγνοταν απροειδοποίητα, καταστρέφοντας τα πάντα.

Ξαφνικά, ένα ήρεμο αεράκι φύσηξε, κι χωρίς καν να ρωτήσει, εισέβαλλε μέσα στη κρεβατοκάμερά μου. Οι σκέψεις μου μπερδεύτηκαν στο περασμά του, το οποίο παρέσυρε με τη σειρά του, τους γκρίζους καπνούς του τσιγάρου μου, που γέμισαν τον απαρηγόρητα άδειο, ψυχρό χώρο. Μελαγχολικό, ακουγόταν από το σαλόνι στον κάτω όροφο το πιάνο, που τόσο λάτρευε να παίζει ο πατέρας μου, ακόμα κι αν ο κόσμος του, η ίδια του η οικογένεια κατέρεε και γκρεμιζόταν μπροστά στις λάθος μας επιλογές.

Γεννημένος για να μαγεύει τις πονεμένες ψυχές του πλήθους με τη μουσική του, έτσι έλεγε όποιος τον γνώριζε και γινόταν μάρτυρας της αγάπης του γι' αυτό το μουσικό όργανο. Όντως, είχε χάρισμα. Τα χέρια του πέταγαν με προσοχή πάνω από τα μαύρα και άσπρα πλήκτρα. Εκλεπτυσμένα, γεμάτα χάρη ερμήνευαν κομμάτια από τους αγαπημένους του πιανίστες.

Ίσως, στο τέλος, αυτό να κατέστρεψε την οικογένεια μας, το σπίτι που κάποτε θεωρούσε διαφυγή κι πηγή ηρεμίας αλλά τώρα έμοιάζε με την ίδια την κόλαση. Μικρό παιδί ακόμα, κι με θυμάμαι να κάθομαι δίπλα του να σκουντάω τα πόδια μου νευρικά, ανυπόμονα, περιμένοντας τον να με μάθει να παίζω έστω ένα μικρό, παιδικό τραγούδι. Αλλά, ποτέ δεν το έκανε. Σε όλη μας την κοινή ζωή, εκείνος ήταν πάντα τόσο απόμακρος, λες κι δεν ήθελε να αναγνωρίσει το γεγονός πως κάποτε ο μοναχογιός τους δεν θα ακολουθούσε τα βήματά του.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα