Κεφάλαιο 24|| Χόουπ

842 138 166
                                    

Σε ρώτησα, άμα απόψε θα κρατήσεις σημειώσεις.

Εσύ, χαμογέλασες και μου απάντησες... πως αυτή τη νύχτα ο ρόλος του ψυχολόγου ανήκει μόνο στο Φεγγάρι.

[...]

Άκουγα τους παλμούς της καρδιάς του να σφυροκοπούν μέσα στο στέρνο του. Τα δυνατά του χέρια είχαν τυλιχτεί γύρω από το κορμί μου, κρατώντας το σφιχτά μέσα στην αγκαλιά του. Πλέον τα πόδια μου κρέμονταν πάνω από το έδαφος σαν τα αστέρια πάνω από τη γη.

Περπατούσε με αργά, προσεχτικά και σταθερά βήματα ανάμεσα από τα ατίθασα χορτάρια του δάσους. Οι φιγούρες μας πνίγονταν μέσα στα ψηλά έλατα. Η χαρακτηριστική αντρική του κολόνια σε συνδυασμό με το τσιγάρο αναδυόταν στην ατμόσφαιρα... τόσο εθιστική η μυρωδιά του, σχεδόν αναγκαία για να πάλλεται η καρδιά μου.

Είχα ακούσει για τόσους και άλλους τόσους εθισμούς... όπως είναι η εμμονή με τα ναρκωτικά. Ποτέ, όμως, δεν πίστευα πως ο δικός μου γλυκός εθισμός θα άκουγε στο όνομα του Σον Ρόμπερτς.

Όλοι λένε, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, πως δεν θα βιώσουν αυτό το συναίσθημα τόσο έντονα. Κι όμως, εκεί που η αγάπη φαντάζει σαν την πιο επιπόλαια καταστροφή, έρχεται ο έρωτας. Δεν χτυπάει πόρτες, δεν κάνει διακρίσεις ούτε ενδιαφέρεται για το αν στο τέλος κάποιος θα τραυματιστεί ψυχικά. Απλά συμβαίνει. Αναπάντεχα, τόσο απρόσμενα χωρίς να καταλάβεις σε ποιο σημείο σε χτύπησαν τα χρυσά του βέλη.

Και ναι, όντως πονάει να ξέρεις πως σε αυτή τη μοναδική γλυκόπικρη ζωή που θα έχουμε το άλλο σου μισό, εκείνος που γεννήθηκε για να αποκτήσει τα ισχυρότερα δεσμά μαζί σου, μπορεί να σε πληγώσει.

Το πίστευα, μέσα από τα βάθη της ψυχής μου... πως εκείνος ήταν το χαμένο μου κομμάτι. Δεν με ένοιαζε το παρελθόν του, όποιο κι αν ήταν αυτό. Η επιλογή βρισκόταν πια μέσα στα χέρια του, ή θα το έθαβε στο χώμα και θα άφηνε το ομορφότερο μέλλον να ανθίσει ή θα το κράταγε καλά στη χούφτα του, χάνοντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

«Φτάνουμε!» δήλωσε ξέπνοος, σχεδόν λαχανιασμένα, σφίγγοντας το κράτημα του.

Το ένα χέρι μου ήταν τυλιγμένο γύρω από τον αυχένα του ενώ το άλλο ξεκουραζόταν πάνω στην κόκκινη κουβέρτα, την οποία κρατούσα με όλη μου τη δύναμη πάνω στο στήθος μου. Ο ρυθμός των βημάτων του γινόταν όλος και πιο αργός ώσπου -μετά από κάτι τελευταίες βαριές ανάσες- σταμάτησε. Τότε, ακούμπησε τα πόδια μου με προσοχή στο έδαφος, κοιτώντας με στα μάτια. Ευτυχώς, το μικρό πάπλωμα εκείνη τη στιγμή κατόρθωσε να κρύψει καλά τις πεταλούδες, οι οποίες διοργάνωναν ένα ξέφρενο πάρτυ μέσα στο στομάχι μου. Το είχα σφίξει τόσο πολύ... μέχρι που αισθανόμουν την παλάμη μου να καίγεται από την πίεση.

Το Χρώμα του ΚαπνούDove le storie prendono vita. Scoprilo ora