Κεφάλαιο 1o|| Σον

2.5K 266 92
                                    

Θυμάμαι, πως σε λάτρεψα.

Ίσως, να μην σε ήξερα. 

Κι όμως κάθε φορά που έβλεπα τα μάτια σου αισθανόμουν πως εμένα και εσένα, δυο άγνωστους με πονεμένο παρελθόν, μας ένωναν δεσμά ασήκωτα, δεσμά τα οποία ήθελα σαν τρελός να ανακαλύψω και να διαφυλάξω.

[...]

Κανένας δεν θυμάται τη στιγμή που γεννήθηκε. Φαίνεται πως το μικρό μυαλό μας δεν μπορούσε να αποθηκεύσει αυτό το γεγονός μέσα στο κεφάλι μας. Μάλλον ο φόβος που ένιωσε το μικροσκοπικό σώμα μας όταν άφησε τη ζεστασιά και την ασφάλεια που μας παρείχε η κοιλιά της μητέρας μας, μας έκανε να αρνηθούμε την αποθήκευση και την ανάμνηση αυτού του σημαντικού συμβάντος.

Πολλές φορές πιστεύω πως το μυαλό μας παίζει άσχημα παιχνίδια. Οι περισσότεροι θυμούνται τη πρώτη φορά που δεν κοιμήθηκαν επειδή σκέφτονταν την παιδική τους αγάπη. Σχεδόν όλοι μπορούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους το πρώτο τους φιλί ή τη πρώτη φορά που έκαναν έρωτα. Όμως κανένας δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε ένα δευτερόλεπτο από τη στιγμή που γεννήθηκε.

Κατά καιρούς φορτίζω τον εαυτό μου με τέτοιες -ο Θεός να της κάνει- φιλοσοφικές σκέψεις. Και σήμερα το έκανα άλλη μια φορά. Όπως φαίνεται το τσιγάρο που γεμίζει το κενό της ψυχής μου, οι άσπροι και γκρι καπνοί του, τροφοδοτούν άγνωστες πτυχές του εαυτού μου, σαν κι αυτή της πνευματικής αναζήτησης και σκέψης.

Έφερα το τσιγάρο κοντά στα χείλη μου. Η δυνατή μουσική ακουγόταν μέχρι έξω από το κλαμπ, το οποίο ήταν γεμάτο άχρηστα κορμιά που προσπαθούσαν να ακολουθήσουν το γρήγορο ρυθμό της μουσικής, μετά από αρκετά ποτά.

«Δεν θα έρθεις καθόλου μέσα;» αναρωτήθηκε ο Ντάρεν και η βραχνή από το τσιγάρο φωνή του με έκανε να υψώσω τα φρύδια μου, κάπως ενοχλημένος.

Ο Ντάρεν ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Τουλάχιστον, έτσι πίστευα. Μια ακόμα χειρότερη έκδοση του εαυτού μου. Κάπνιζε σαν φουγάρο, χρειαζόταν την δόση του από τα ναρκωτικά κάθε μέρα και δεν έπαυε να ξενυχτάει στα μπαρ και στα κλαμπ κάθε νύχτα. Σε σχέση με εμένα εκείνος αποφάσισε να παρατήσει και το Λύκειο φέτος. Πίστευε πως δεν είχε μέλλον στο σχολείο και κατέληξε να ισχυρίζεται πως θα ζήσει από τα λεφτά των γονιών του. Όμως και οι δύο ξέραμε -πόσο μάλλον εκείνος- ότι η οικογένειά του δεν θα μπορούσε να του παρέχει χρήματα για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα