Κεφάλαιο 4o|| Χόουπ

1.2K 215 77
                                    

Υπάρχουν κάτι μελαγχολικά φεγγάρια.

[...]

«Θα μπορούσες να με εμπιστευτείς τώρα;» ρώτησε και τα μπλε μάτια του έλαμψαν.

Δεν ξέρω άμα έφταιγε το έντονο φως από το φανάρι του δρόμου ή άμα στα αλήθεια υπήρχε κάτι μέσα του που δημιουργούσε αυτή τη λάμψη στο βλέμμα του.

«Μπορείς να σταματήσεις όλο αυτό το θέμα της εμπιστοσύνης. Η αδερφή μου μπορεί να καεί από το φούρνο, να πέσει από τις σκάλες ή να κοπεί από ένα μαχαίρι ή ακόμα -,»

«Θεέ μου Χόουπ, ηρέμησε. Έχω ένα σχέδιο απλά πες μου αν με εμπιστεύεσαι;»

«Αμάν! Ναι, ναι σε εμπιστεύομαι,» φώναξα με αγανάκτηση ενώ έσφιξα τη ζακέτα του πάνω μου για να ζεσταθώ.

Πάντα αντιπαθούσα την αποπνικτική μυρωδιά του καπνού. Όμως, το ρούχο του δεν μύριζε άσχημα. Αυτός ο συνδυασμός της αντρικής κολόνιας και της μυρωδιάς του τσιγάρου με μάγευε, με αιχμαλώτιζε.

«Ακόλουθα με!» είπε σιγανά και κοίταξε βιαστικά τον δρόμο πριν περάσει στην απέναντι πλευρά.

Τον ακολούθησα σιωπηλά μέχρι που φτάσαμε έξω από το σπίτι μου και συγκεκριμένα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου μου.

«Θα ανέβεις στους ώμους μου και θα μπεις από το παράθυρο. Δεν είναι ψηλά, αν τεντωθείς θα το φτάσεις,» πρότεινε με άνεση λες κι όλη αυτή η τρέλα ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.

«Πας καλά;» φώναξα έντρομη μόνο και μόνο στην σκέψη. Αυτό το αγόρι ήταν πραγματικά τρελό.

«Δεν σε βλέπω να έχεις καμιά καλύτερη ιδέα,» έβγαλε το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο του και μετά έψαξε για τον αναπτήρα στην τσέπη του.

Φαίνεται πως είχε αρχίσει να εκνευρίζεται από την απροθυμία μου να δεχτώ τα εξωπραγματικά του σχέδια και έπρεπε να ηρεμήσει με τη συντροφιά του καλύτερού του φίλου, του τσιγάρου.

«Εντάξει, αλλά βλέπεις λίγο τι φοράω;» γκρίνιαξα σαν μωρό που του έπαιρναν την πιπίλα από το στόμα. Όμως είχα δίκιο.

Φορούσα ένα γαλάζιο, κοντό νυχτικό με το πρόσωπο της Τίνκερμπελ σε όλη την επιφάνειά του. Μόνο η σκέψη πως άμα τεντωνόμουν λίγο θα έβλεπε και το ταιριαστό εσώρουχο αρκούσε για να αισθανθώ τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.

«Ώχου Χόουπ. Άμα θες τότε κάτσε να σκέφτεσαι όλα αυτά τα σενάρια φαντασίας με την αδερφή σου να κόβεται από αιχμηρά μαχαίρια και να καίγεται από σατανικούς φούρνους,» πήγε να ανάψει το τσιγάρο του αλλά τον σταμάτησα, καθώς κατάλαβα πως η ιδέα του εκείνη τη στιγμή ήταν η μόνη σωτηρία μου.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα