Κεφάλαιο 23 {Α}|| Σον

893 123 130
                                    

Μία σελήνη πριν τα άστρα αποκαλύψουν τα συναισθηματά τους στην ελπίδα του ουρανού τους...

Όταν ήμασταν στην Καλιφόρνια, εκείνα τα τόσο μακρινά και τόσο κοντινά την ίδια στιγμή καλοκαίρια, η Μάγια μου είχε πει πως το ποτό μπορεί να αλλάξει ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό. Τότε, θυμάμαι, πως είχα γελάσει χλευαστικά με τα λεγόμενά της, κρατώντας το γυμνό κορμί της σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μου.

Ήταν εκείνη η μελαγχολική περίοδο της άγριας εφηβείας.

Τα εποχιακά, περιφερειακά Μοτέλ, με τη σύντομη διαμονή και τα μικρά, ακατάστατα δωμάτια κοντά στην παραλιακή είχαν μετατραπεί στη δική μας, προσωπική, γλυκιά κόλαση. Κάθε πρωί λιώναμε κάτω από τον καυτό ήλιο στην άμμο της Σάντα Μπάρμπαρα*. Τα κύματα έσκαγαν στις ακτές, το δέρμα τσουρουφλιζόταν, η αλμύρα γινόταν ένα με το κορμί μας.

Το καλοκαίρι μαζί της αιώνιο. Κάθε ζεστή μέρα να χαρακτηρίζεται μόνο από γεμάτες ένταση στιγμές. Επειδή, έτσι ήταν η Μάγια. Δημιουργούσε σκηνές ζηλοτυπίας στη μέση της παραλίας. Επέλεγε πάντα τι θα κάνουμε και πότε. Τα βράδια έσβηνε τη φλόγα του σώματός της, χρησιμοποιώντας το κορμί μου ως σανίδα σωτηρίας. Και πάνω από όλα... ζούσε δυνατά, σαν να μην υπήρχε αύριο.

Ίσως, εκείνο τον καιρό, ένα κομμάτι μου να είχε αγαπήσει το πάθος της για διασκέδαση. Μπορεί τότε οι δαίμονες μου να είχαν βρει στα αλήθεια ένα μικρό καταφύγιο μέσα στη μεγάλη έκταση του χάους μου. Αλλά, το λιμάνι της, δεν θα μου πρόσφερε ποτέ την παντοτινή αγαλλίαση. Όχι. Η ευημερία, η γαλήνη... η ευτυχία δεν άκουγε ποτέ στο όνομά εκείνης.

Η καρδιά φτερούγιζε μόνο σε μια λέξη... στον ήχο της ύπαρξής του κοριτσιού που γεννήθηκε για να συμπληρώνει το μισό μου εγώ και να μας κάνει το αγαπημένο μου εμείς. Γιατί, ο οργανισμός μου μπορούσε να αισθανθεί την πολυπόθητη πληρότητα, αποκλειστικά κοντά στην ελπίδα της ψυχής μου... την Χόουπ.

Έπινα και έπινα. Το αλκοόλ γέμιζε και το πιο μικρή σπιθαμή του κορμιού μου. Ένα κεφάλι βομβαρδισμένο με χιλιάδες σκόρπιες σκέψεις. Πάνω από τα σκοτεινά σοκάκια του μυαλού μου να αιωρούνται αμέτρητες ιδέες. Κρέμονταν με θέα το κενό. Κι όμως δεν εξαφανίζονταν, σαν μικρές φωνούλες που δεν έλεγαν να με αφήσουν στην ησυχία μου.

«Σον, σταμάτα να πίνεις, σε παρακαλώ!» η Μάγια πήρε το ποτήρι με τη βότκα μέσα από το χέρι μου, κάνοντας μια απότομη, αλλά προσεκτική, κίνηση.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα