Κεφάλαιο 26

835 117 155
                                    

Β ο υ β έ ς
Α ν τ α ρ σ ί ε ς

[...]

Η Χόουπ δεν ήταν σαν τα κορίτσια της ηλικίας της, ούτε και θα γινόταν. Ώριμη, συγκρατημένη, έτσι ακριβώς όπως την έχτισε η ίδια η ζωή.

Ό,τι είχε σκαλιστεί πάνω στη πλάκα του πεπρωμένου της, και η παραμικρή τελεία που είχε χαραχτεί βαθιά στο χρυσαφί μάρμαρο, την είχαν μετατρέψει σ'ένα πλάσμα πλημμυρισμένο από όμορφα όνειρα και γλυκές ελπίδες... ελπίδες που σαν μια μεταδοτική φλόγα έκαιγαν τη μεγάλη της καρδιά.

Τον παρατηρούσε, τον δικό της γοητευτικό δαίμονα, από το πελώριο παράθυρο του σπιτιού της Κυρίας Τζόουνς.

Έβαφε με απόλυτη προσήλωση τον μεταλλικό φράχτη, που περικύκλωνε την τεράστια και ανθισμένη της αυλή. Δίπλα του να απλώνεται το χάος, ο γιος του θανάτου. Απρόσιτος, αισχρός, ένα άθλιο αλλά τόσο πονεμένο αγόρι. Δεν υπήρχε τίποτα που να την ησύχαζε πάνω του. Η παρουσία του, της προκαλούσε ένα απαίσιο συναίσθημα, μια αποπνικτική μελαγχολία. Όμως, ακριβώς στο πλάι του στεκόταν ο παράδεισός της, ντυμένος με το προσωπείο της κόλασης. Η χτύποι της καρδιάς δεν υπακούσαν πλέον στις εντολές του σώματός της, οι παλμοί ακολουθούσαν τους ρυθμούς του άλλου της μισού.

Το χέρι του λικνιζόταν πάνω κάτω, κρατώντας το πινέλο μέσα στη χούφτα του, καθώς κάλυπτε με μαύρο χρώμα, σαν το σκούρο μελάνι, τα σιδερένια κάγκελα το ένα μετά από το άλλο.

Ο ήλιος, καυτός και απαιτητικός, άφηνε τις ζεστές αχτίδες του να φωτίσουν τις εκπληκτικές γωνίες του προσώπου του. Τα μάτια του, στα χρώματα του επικίνδυνου γαλάζιου των ωκεανών, αποκτούσαν μια χρυσαφιά λάμψη. Μερικές ατίθασες τούφες από τα ατημέλητα μαλλιά του χόρευαν στο θερμό ρεύμα του αέρα.

Τον αγαπούσε τόσο. Μπορούσε να του δώσει ό,τι είχε και δεν είχε μόνο για να του χαρίσει την ευτυχία, την γαλήνη... να τον σώσει από τα επιπόλαια λάθη του. Το ευχόταν, μέσα από τα βάθη της καρδιάς της, εκεί που φώλιαζαν οι πιο όμορφες της αρετές. Ήλπιζε, πως μια μέρα όλα αυτά που εκείνος θεωρούσε μεγάλα αμαρτήματα θα μετατρέπονταν σε ελπιδοφόρες υποσχέσεις. Και όντως, κάποια στιγμή, οτιδήποτε λάτρευε ο ένας στον άλλο θα πρόσφερε στις ψυχές τους το ασφαλέστερο καταφύγιο.

«Ουφ, κάτσε να θυμηθώ που έβαλα το ταψί τώρα!» δήλωσε ανήσυχα η ηλικιωμένη, σαρώνοντας όλα τα ντουλάπια της κουζίνας της βιαστικά, με μια απίστευτη νευρικότητα.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα