Επιστροφή (Σον)

Start from the beginning
                                    

Μετά την αποφυλάκιση μου έμενα ξανά με τους γονείς μου, τουλάχιστον, μέχρι να ορθοποδήσω, όπως είχε πει και ο πατέρας μου, ο οποίος ακόμη δε τολμούσε να με κοιτάξει στα μάτια. Μακάρι να είχα τη τόλμη να του πω, για την ακρίβεια να του φωνάξω καθώς θα είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, πως και εγώ ήθελα να σταθώ στα πόδια μου, να φύγω από αυτό το σπίτι που πάντα με έπνιγε. Σηκώθηκα μονομιάς, αφήνοντας τη μητέρα μου φανερά μπερδεμένη από τις πράξεις μου, καθισμένη στο κρεβάτι μου.

«Συγγνώμη!» σκούπισα τα δάκρυα μου, έσκυψα και φίλησα το κούτελο της, «Σ'αγαπώ μαμά.»

Στη συνέχεια, έτρεξα έξω από το δωμάτιο μου, κατέβηκα τις σκάλες βιαστικά, πέρασα από το σαλόνι σαν να με κυνηγούσαν και άνοιξα τη πόρτα του σπιτιού μας. Ο καθαρός αέρας χτύπησε το πρόσωπο μου ενόσω το φως του μεσημεριανού ήλιου έλουζε με την παρηγορητική ζεστασιά του την ύπαρξη μου. Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου της μητέρας μου, μιας και το δικό μου αυτοκίνητο είχε πουληθεί αρκετό καιρό πριν σ'έναν νέο φοιτητή που τώρα το χαιρόταν με όλη του τη καρδιά, από το ξύλινο κομοδίνο δίπλα στον καναπέ και έφυγα.

Η φυγή μου άκουγε πάντα σ'ένα μόνο όνομα, σε μια και μοναδική ψυχή, σε μια καρδιά, σε ένα σώμα, σ'ένα πρόσωπο, το δικό της πρόσωπο. Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρος αν είχα πλέον δικαίωμα να καταφύγω στην αγκαλιά της. Γι' αυτό κατέληγα πάντα στο δάσος των ονείρων μου, των ονείρων μας, όπως και αυτή τη φορά. Περπάτησα μέσα από τα αγριόχορτα προσεχτικά ώσπου έφτασα στο σημείο όπου πάντα καθόμουν μαζί της τα βράδια που ήμουν πραγματικά ελεύθερος, πριν τα κάνω όλα μαντάρα.

Ένα ηλιοβασίλεμα ποτισμένο στις αμαρτίες των δαιμόνων.

Μια ψυχή μοναχική, μια καρδιά μισή, ένα αγόρι φυλακισμένο σε μια αγγελικά πλασμένη σιωπή.

Οι σκέψεις μου ήταν αδέσμευτες σ'αυτό το δάσος και μπορούσαν να οργιάζουν ανεξέλεγκτα μέσα στο μυαλό μου. Έκατσα κάτω στο νωπό χώμα, κοιτώντας χαμένα τον ουρανό. Εκείνο το απόγευμα ο ουρανός ήταν διαφορετικός, είχε όλα εκείνα τα απόμακρα χρώματα, λίγο παγερό μπλε, μερικές ροζ, πορτοκαλί και κίτρινες πινελιές από το ηλιοβασίλεμα και πολλά μεγάλα γκρίζα σύννεφα, όλα μπλεγμένα μεταξύ τους σ'έναν απροσδόκητα σαγηνευτικό συνδυασμό. Ο αέρας που ξεσπούσε, μανιασμένος, σχεδόν οργισμένος, ήταν δροσερός και σου προκαλούσε μια ευχάριστη ανατριχίλα, κάνοντας σε να αισθάνεσαι πραγματικά ζωντανός. Η ώρα περνούσε γρήγορα, με εμένα να τρέχω να τη προλάβω, να τη φτάσω, να την αγγίξω έστω και ελάχιστα, ένα μικροσκοπικό κομμάτι της και να κλέψω λίγο από αυτή την εκδικητικότητα της. Επειδή ο χρόνος ήταν εκδικητικός, σαν να ζητούσε πίσω ό,τι του είχε στερήσει η ανθρωπότητα και αυτός είχε απρόσμενα τη δύναμη να πάρει πίσω όσα άνηκαν από πριν στην κατοχή του.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now