Γνώριζε καλά, πως αν παρέδιδε τον Ντάρεν στην αστυνομία ως τον έμμεσο υπαίτιο του θανάτου της Μάγιας, τα πράγματα θα έπαιρναν διαφορετική τροπή. Σίγουρα, θα τον εξαγρίωνε και θα τον προκαλούσε. Αποτέλεσμα των όσων προηγήθηκαν; Μια νέα τρικυμία, πιο απειλητική από τις προηγούμενες. Και αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε διέξοδο από τη καταστροφή. Η Χόουπ θα πληγωνόταν περισσότερο από ποτέ και ο Σον θα κατηγορούσε τον εαυτό του για πάντα. Γιατί, για εκείνον το φωτεινότερο άστρο της νύχτας, είχε μετατραπεί στο πολυτιμότερο πετράδι του, το οποίο έπρεπε να διαφυλάξει πάση θυσίας.

Και αυτό θα έκανε.

Εκείνη η μέρα κυλούσε αργά. Ένα κλίμα μελαγχολίας, μπορεί και νοσταλγίας να απλώνεται πάνω από τη ζωή του.

Το τηλέφωνο του δωματίου του χτύπησε ξαφνικά προς το απόγευμα. Ξεφύσησε, κουρασμένος από το μεγάλο ταξίδι. Το σήκωσε βαριεστημένα.

«Το ταξί σας είναι εδώ, κύριε!» τον πληροφόρησε ο υπάλληλος από την είσοδο.

«Ευχαριστώ. Κατεβαίνω σ'ένα λεπτό,» απάντησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, παρά τα τεντωμένα "νεύρα" του.

Άρπαξε γρήγορα το σακάκι του και το κλειδί του δωματίου του. Έπειτα, βγήκε έξω τρέχοντας. Η κηδεία θα άρχιζε από στιγμή σε στιγμή. Για κακή του τύχη το νεκροταφείο ήταν μισή ώρα μακριά από όπου έμενε. Κατέβηκε τις σκάλες με μια απίστευτη ταχύτητα, από τα πόδια του να ξεπροβάλλουν νοερά φτερά. Δεν είχε περιθώρια για να χάσει περισσότερο χρόνο.

Το αυτοκίνητο τον περίμενε έξω από το ξενοδοχείο. Ο Σον, σκεπτικός, χαμένος ανάμεσα στις λεπτές γραμμές του κόσμου του, μπήκε στο εσωτερικό του χωρίς να προσέξει πως υπήρχε ήδη ένας επιβάτης, καθισμένος στη θέση του συνοδηγού. Τότε, πρόσεξε τα χέρια του οδηγού που έτρεμαν, κρατώντας σφιχτά το τιμόνι, Ένα όπλο τον σημάδευε στο κεφάλι. Του κόπηκε η ανάσα ενώ το μήλο στο λαιμό του πεταγόταν έξω αργά, ξανά και ξανά. Κατάπινε όσο πιο αθόρυβα γινόταν πλέον. Το οπτικό του πεδίο ήταν ακόμη θολό, από μία πρωτόγνωρη ζάλη φόβου ή καλύτερα τρόμου. Όμως, παρόλο αυτά διέκρινε τα γνωστά μελί μάτια, εστιάζοντας το βλέμμα του στον μικρό καθρέφτη μπροστά. Αυτά τα κάποτε γλυκά καστανά μάτια, για κάποιο λόγο έπαιρναν τροφή από το μίσος και την εκδίκηση πλέον. Όλοι οι δαίμονες του Σον έρεαν ξανά μέσα στο αίμα του, είχαν γίνει ένα με το ίδιο του το σώμα.

«Τελικά, δεν μπορείς να μην μπλέκεσαι παντού. Έτσι;» ο Ντάρεν έσφιξε το περίστροφο στο χέρι του, πλησιάζοντας το στον άδολο άνθρωπο.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα