Κεφάλαιο 29|| Χόουπ

Start from the beginning
                                    

«Καλή μου, δεν θα τις αγγίξει τις γαρίδες και το ξέρεις. Τουλάχιστον, άφησε τη να φάει κάνα σάντουιτς να πάρει λίγο τα πάνω της. Είναι πολύ αδύνατη!» επισήμανε ο, ανήσυχος με το βάρος της αδερφής μου, πατέρας μου ρίχνοντας μια άγρια ματιά στη σιδερά κυρία δίπλα του, τη μητέρα μου.

«Ουφ, καλά... νικήσατε!» παρέδωσε τα όπλα ενώ ξέσπασε σε νευρικά γέλια, που γέμισαν την ατμόσφαιρα με όμορφα, νοητά και ζεστά χρώματα.

Τότε, πατέρας και μικρή κόρη, πετάχτηκαν από το τραπέζι με τεράστια χαμόγελα να στολίζουν τα πρόσωπά τους. Ύστερα, εξαφανίστηκαν στη κουζίνα έτοιμοι να φτιάξουν και να φάνε φρέσκα σάντουιτς. Έμεινα με τη μητέρα μου, η οποία μου έριχνε σύντομες ματιές που και που, κάπως εξεταστικές θα έλεγε κάποιος.

«Χόουπ,» έσπασε την ασήκωτη σιωπή και συνέχισε, «Έχεις παρατηρήσει κανένα σύμπτωμα; Ξέρεις... δύσπνοια ή αιμόπτυση; Οτιδήποτε;»

Κατάπια αργά τη μπουκιά μου, για να μη πνιγώ άθελα μου.

«Όχι γιατί ρωτάς; Πήρες τις τελευταίες εξετάσεις; Έδειξαν κάτι;» απόρησα με κομμένη την ανάσα.

Ξεφύσησε. Ήταν σαν να κουβαλούσε εκατό τόνους στις πλάτες της, που σε λίγο κάποιος θα ερχόταν να τους πάρει από πάνω της, όμως για ένα απελπιστικά σύντομο χρονικό διάστημα.

«Τις πήραμε από το ιατρείο χθες. Ο γιατρός τις είδε πρόχειρα, Χόουπ. Το μόνο που τον ανησύχησε ήταν οι εξετάσεις θώρακος. Θέλει να τις ξαναδεί με την ηρεμία του.»

«Τι είδε μαμά;» ψιθύρισα όσο πιο ψύχραιμα γινόταν.

Άφησε το πιρούνι της και έπιασε το χέρι μου, το οποίο ξεκουραζόταν πάνω στο τραπέζι αρκετή ώρα τώρα.

«Γλυκιά μου, έμοιαζε με σκιά κοντά στους πνεύμονες. Βέβαια, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε, είπε. Συχνά, γίνονται λάθη στις ακτινογραφίες. Θα τις ξαναδεί. Απλά, θέλω άμα παρατηρήσεις κάποιο από τα συμπτώματα να μας ενημερώσεις αμέσως. Εντάξει, παιδί μου;»

Έγνεψα καταφατικά, δίχως ανάσα.

Ένα μέρος του κορμιού μου αισθανόταν ήδη αδύναμο. Μπορεί να μην είχα απολύτως τίποτα ή από την άλλη να είχα και τα πάντα. Κρεμόμουν για ακόμη μια φορά πάνω από τη ζωή. Έκανα κούνια σε μια παιδική χαρά, που το έδαφος της κάλυπτε χαμένες ψυχές.

Νεκρό χώμα. Άπονη φύση. Δεν έχω οξυγόνο.

Ο ουρανός σκοτείνιασε γρήγορα εκείνη τη μέρα, άφησε τα όνειρα να ξυπνήσουν ενώ ο ήλιος βρήκε καταφύγιο κάτω από τα μεταξωτά πέπλα της νύχτας. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο παραμικρό. Και εκεί που πίστευα στην απατηλή ιδέα πως εκείνο το απόγευμα δεν θα μπορούσε να γίνει πιο επώδυνο, ήρθαν τα σχέδια της μοίρας να με διαψεύσουν. Ατελείωτες και απανωτές πληγές, να αφήνουν άπειρα σημάδια σε πνεύμα και σώμα.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now