Κεφάλαιο 28 {Β}|| Σον

968 107 110
                                    

Φλόγες που τρέχουν πάνω στα κορμιά μας, καίνε τα κύτταρα μας.

Το δέρμα λιώνει. Σε λίγο θα είμαστε απομεινάρια μιας άλλης ζωής.

Κάποια μέρα θα γίνουμε ένα με τη γη που προσδοκεί να κατακτήσει ξανά ό,τι κόπιασε να προικίσει με πνοή και μυαλό.

Ας θρηνήσουμε τις χαμένες μας ευχές.

[...]

Συνήθως, τις περισσότερες φορές, όταν με έπαιρνε ο ύπνος, οι αγκάλες του ήταν πολύ ζεστές και γλυκές που δεν μου επέτρεπαν να ξυπνήσω παρά μονάχα το πρωί. Εκείνες τις ώρες, ο ήλιος δέσποζε πλέον στον πρωινό και άγουρο ουρανό, ενώ ο θεός των ονείρων έφευγε για ταξίδια μακρινά αλλά, παράλληλα, σύντομα με πρόωρο γυρισμό πίσω στα πάτρια εδάφη.

Όμως, το βράδυ που αποκοιμήθηκα κρατώντας την μέσα στα χέρια μου, ο ύπνος μου ήταν φουρτουνιασμένος. Ο ήλιος άργησε να σκαρφαλώσει στο γαλάζιο φόντο που περικύκλωνε την, ίσως, όμορφη γη μας. Παρόλο αυτά, δεν υπήρχε πυκνό σκοτάδι. Ο ουρανός είχε πλέον χρωματιστεί από ένα κράμα των αποχρώσεων του κίτρινου, του σκούρου μπλε και του αχνού πορτοκαλί. Βέβαια, όταν ξύπνησα το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν το απαλό φως από το λαμπατέρ της, δίπλα στο κομοδίνο του κρεβατιού της.

Έτριψα τα μάτια μου με το ελεύθερό μου χέρι, καθώς το άλλο είχε τυλιχτεί γύρω από τη λεπτή της μέση, την οποία θα άφηνα με μεγάλη δυσκολία. Το ύφασμα από τη μπλούζα της ήταν τόσο λεπτό, ένιωθα τη ζεστασιά που εξέπεμπε το απαλό της δέρμα. Φίλησα σιγά τα μαλλιά της και χαμογέλασα φανερά αγουροξυπνημένος. Όλα φαίνονταν υπερβολικά τακτοποιημένα στο δωμάτιο της, ενώ το παρατήρησα αργά αργά. Ξεσκεπάστηκα με προσεχτικές κινήσεις, σηκώθηκα αθόρυβα τραβώντας το χέρι μου μακριά από το κορμί της, και την κοίταξα. Μια αχτίδα από το περίεργο μείγμα του φωτός τρύπωσε από το παράθυρο, στολίζοντας το κοιμισμένο πρόσωπο της. Κουλουριάστηκε, ενώ έφερε τα πόδια της κοντά στο κορμί της. Μάλλον κρύωνε. Τράβηξα το σεντόνι και κάλυψα το σώμα της.

Θέλω να σου προσφέρω ό,τι όμορφο έχω.

Να ντύσω τη ζωή μας με ρούχα ζεστά.

Να σε φιλάω, να σου μουρμουράω τραγούδια.

Τα δάχτυλα μου, νευρικά, διέσχισαν βιαστικά τα μαλλιά μου. Περπάτησα με αλαφρά βήματα πάνω κάτω στο δωμάτιο της, χαμένος στις σκέψεις μου.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα