Κεφάλαιο 17|| Σον

Start from the beginning
                                    

Πήρα μια βαθιά ανάσα, καθώς άφησα το βλέμμα μου να χαθεί στον σκούρο ουρανό. Ο αέρας παρέσερνε ό,τι έβρισκε μπροστά του και η νεροποντή γινόταν όλο πιο επιθετική, σκορπώντας τον τρόμο για τον επικείμενο ερχομό μιας αθεράπευτα τρελής καταιγίδας.

Άρχισα να χτυπάω το κουδούνι του διαμερίσματος του με μανία. Ήμουν έτοιμος να ξεσπάσω και να μπω στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, παραβιάζοντας την κύρια είσοδο, όπως μου είχε δείξει ο Ντάρεν όταν ξεχνούσε τα κλειδιά του. Αλλά, και ενόσω ετοιμαζόμουν να επιχειρήσω την μικρή μου διάρρηξη, ένιωσα ένα απαλό χτύπημα στη πλάτη μου. Το αίμα έπαψε να κυλάει στις φλέβες μου, ενώ μια φλογερή ελπίδα γέμισε το κορμί μου πως ο ανόητος μου φίλος είχε επιτέλους πάψει να παριστάνει τον σπουδαίο και είχε αποφασίσει να γυρίσει πίσω.

Έκανα μια απότομη στροφή, μόνο και μόνο για να αντικρίσω μια ψηλή, αδύνατη με καλοσχηματισμένες καμπύλες φιγούρα, η οποία έκρυβε το πρόσωπό της κάτω από μια μεγάλη, κόκκινη ομπρέλα.

''Κι έλεγα που χάθηκε ο καλός και αγαθός μας, Σον Ρόμπερτς;'' είπε με έναν ανάλαφρο, μάλλον παιχνιδιάρικο τόνο, η γυναικεία μορφή.

Η εκκεντρική ομπρέλα ανασηκώθηκε λίγο, αποκαλύπτοντας τα σαγηνευτικά χαρακτηριστικά της γνωστής κοπέλας, που αιχμαλώτιζε τη προσοχή κάθε αρσενικού, το οποίο πατούσε στον πλανήτη Γη.

''Μάγια;" αναφώνησα, φανερά έκπληκτος που την έβλεπα ξανά μπροστά μου, έξω από την πολυκατοικία του αγνοούμενου φίλου μου.

Εκείνη χαμογέλασε πλατιά ενώ η βροχή γινόταν όλο πιο δυνατή, και άπειρες αστραπές γέμιζαν το γκρίζο φόντο του απογευματινού ουρανού.

''Χμ, κάποιος δεν φαίνεται κι πολύ χαρούμενος που με βλέπει. Κρίμα, γιατί εγώ θυμάμαι πως κάποτε περάσαμε πολύ καλά μαζί!'' δήλωσε προκλητικά με μια απίστευτη αυτοπεποίθηση να περικυκλώνει την έντονη παρουσία της.

Η Μάγια ήταν το θηλυκό, που ήθελε να κερδίζει πάντα. Κανένας δεν ξέφευγε από τα δίχτυα της. Κάθε άντρας, μεγάλος ή μικρός, μπλεκόταν χωρίς καν να το καταλάβει στον ακατανίκητο ιστό της. Δεν υπήρχε αγόρι, το οποίο της άρεσε και επιθυμούσε, να έχει ξεφύγει από τα καταγάλανα μάτια της, το άρωμα ή τα απαλά της χάδια. Αν κι μόνο δεκαοχτώ χρονών το κρεβάτι της είχε γίνει ο παράδεισος και η κόλαση πολλών.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now