Κεφάλαιο 16|| Χόουπ

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

Όλα αλλάζουν. Κάποτε ήμουν ατρόμητη. Ένα παιδί που χαιρόταν την αθωότητα του. Έπαιζα, γελούσα και δεν φοβόμουν. Τώρα;

Ένα σπίτι αφημένο στην επικίνδυνη δίνη μιας καταιγίδας. Δεν μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου. Είμαι ευάλωτη. Δεν ορίζω τα οριά μου. Το σώμα μου λειτουργεί υπό τις εντολές κάποιου άλλου. Οι χτύποι της καρδιάς μου γίνονται όλο και λιγότεροι, τόσο που μπορώ να τους μετρήσω με τα δαχτυλά μου.

Άραγε, πως είναι να μην υπάρχεις;

Άραγε, πως είναι να μην νιώθεις τίποτα.;

Άραγε, πως είναι να είσαι νεκρός;

Μια τελευταία ανάσα. Ένας ψίθυρος, που εξαφανίζεται. Το σύμπαν μου γκρεμίζεται. Άπειρα αστέρια ξεκολλάνε από τον απόμακρο ουρανό, πέφτουν και μαζί τους παρασύρουν τις πιο γοητευτικές ευχές... τις ευχές ενός παιδιού που θέλει να φτιάξει το παρόν του. Καπνοί και αστερόσκονη. Όλα αναμιγνύονται, γίνονται ένα. Θέλω να πάρω πίσω τις πνοές μου.

Άραγε, θα με θυμάται κανείς;

Το σώμα καίγεται. Οι μυς παραλύουν. Η αισθήσεις χάνονται. Το κορμί λιώνει, αποσυντίθεμαι. Ό,τι βίωσα παιρνάει σε επανάληψη από μπροστά μου. Και οι ελπίδες μου σβήνονται με μια μεγάλη κόκκινη γραμμή.

Πονάω. Ζαλίζομαι. Φαίρνω νοητές σβούρες. Διαλύομαι. Καταστρέφομαι.

''Γη καλεί Χόουπ, σου μιλάω καλέ!'' η Σόνια φώναξε δυνατά και απότομα, τραβώντας με πίσω στην πραγματικότητα, στο τώρα.

Ξαφνικά ένας κεραυνός χώρισε τον συννεφιασμένο ουρανό στα δύο. Η βροχή έπαιφτε πάνω στο έδαφος με μια απίστευτη ένταση. Ο ανελέητος αέρας έκανε μερικές σταγόνες, που ξέφευγαν από την εποπτεία των σκούρων σύννεφων, να συγκρούονται με δύναμη πάνω στο παράθυρο μου και να τρέχουν ήρεμα πάνω στο τζάμι, όπως τα ζεστά δάκρυα στα ροδαλά μάγουλα ενός νεαρού κοριτσιού.

''Γιατί, έχεις κυκλώσει με κόκκινο αυτή την ημερομηνία;'' ρώτησε, γεμάτη απορία.

Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της βιαστικά. Τα μάτια της είχαν καρφωθεί πάνω στο ημερολόγιο μου. Τα δαχτυλά της επεξεργάζονταν με μια γοητευτική σταθερότητα το χαρτί.

''Η μητέρα μου κανόνισε ραντεβού για την αξονική τομογραφία,'' δήλωσα χαμηλόφωνα, σχεδόν βαριεστημένα, λες κι είχα κανόνισει έναν περίπατο στην εξοχή εκείνη την ημέρα.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα