Κεφάλαιο 15|| Σον

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

''Σε μισώ!'' έβγαλε ένα πληγωμένο και δυνατό ουρλιαχτό, το οποίο αντήχησε στην ήσυχη ατμόσφαιρα, φοβίζοντας τα πουλιά που ξεκουράζονταν στα κλαδιά των δέντρων.

Έπεσε στα γόνατα, να αντικρίζει το μόνο σημάδι της ύπαρξης της. Έπειτα, επέτρεψε στο βλέμμα του να εστιάσει στον σκούρο, συννεφιασμένο ουρανό. Ένα κύμα θλίψης και συμπόνιας με χτύπησε απότομα. Πέταξα το τσιγάρο μου στο έδαφος, χωρίς καν να το σβήσω και έτρεξα προς το μέρος του. Η ανάσα μου ήταν ζεστή, σχεδόν έκαιγε, μόλις έφτασα πλάι του και τα μάτια μου δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την επαφή με το μεγαλείο της θυμισής της για μια ακόμη φορά.

Χλόη Νόλαν 1987 - 2002

Τα γράμματα μεγάλα, σχηματισμένα τόσο περίτεχνα σαν να είχαν γραφτεί από έναν τρανό ζωγράφο, ο οποίος άφηνε την υπογραφή του σ'ένα ακόμα μεγάλο του έργο.

''Ντάρεν, κάνεις κακό στον εαυτό σου!'' δήλωσα με έναν ήρεμο τόνο, κάνοντας μια απόπειρα να τον σηκώσω από το νωπό έδαφος.

''Εξαιτίας της υποφέρω! Με διέλυσε... με άφησε μόνο να υποφέρω!'' στάθηκε στα πόδια του αφού πρώτα άφησε έναν χείμαρρο δακρύων να κάνουν την εμφανισή τους.

Όλοι νόμιζαν πως ήταν άκαρδος, ένα νέος χωρίς τη παραμικρή ιδέα τι πάει να πει συναίσθημα. Ορισμένες φορές, η σκληρή του πλευρά έκανε κι εμένα τον ίδιο να πιστέψω πως ήταν ένα άσπλαχνο τέρας. Όμως, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς μου αποδείκνυε το άκρως αντίθετο. Ο Ντάρεν ήξερε να κρύβει και να κουκουλώνει όσα δεν ήθελε οι άλλοι να μάθουν για την ζωή του πολύ καλά. Ήταν ένα αγόρι, που πέθαινε κάθε λεπτό και ξαναγεννιόταν μέσα στην θλίψη της μοίρας του, σε μια παρόμοια, άθλια πραγματικότητα, που ρουφούσε ό,τι καλό είχε και έφτυνε με λύσσα τα θρυμματισμένα του κομμάτια.

''Πάμε να φύγουμε από εδώ. Δεν έπρεπε να σε ακούσω, δεν έπρεπε να έρθουμε!'' είπα με αποφασιστικότητα, σπρώχνοντας τον προς την καγκελένια είσοδο, από όπου μπήκαμε πριν.

Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση, παρα μόνο έριξε μια τελευταία ματιά στον τάφο της. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, που άφησε μόλις ήρθε, βρισκόταν πάνω στο παγωμένο μάρμαρο. Το έντονο χρώμα του έσπαγε τόσο αρμονικά αυτή τη χαώδης λευκότητά του.

''Δεν θέλω να φύγει άλλος ένας χρόνος χωρίς εκείνη Σον, δεν θέλω να ζω κάτω από τη σκιά της, κάτω από την χαμένη τελειότητα της,'' σκούπισε βιαστικά με την παλάμη του χεριού του τα βρεγμένα, από τα δάκρυα, μαγουλά του.

Το Χρώμα του ΚαπνούΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα