Απρόσμενος Επισκέπτης

850 123 20
                                    

Τον κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του.

《Χάρυ;》είπα όντας ακόμα έκπληκτη.

《Έκπληξη!》ειπε εκείνος χαρούμενος και με αγκάλιασε.

Κάποιος ξεροβηξε πίσω μας. Ήταν αυτός που είχε φέρει την πίτσα.

Απομακρυνα απο κοντά μου τον Χάρυ και κοίταξα το παιδί.

《Πόσο κοστίζει;》ρωτησα.

《Είναι 10€》.

Όταν του τα έδωσα, έφυγε και μείναμε εγώ και ο Χάρυ.

Και τώρα τι κάνουμε;

《Δεν θα μου πεις να περάσω;》άκουσα τον Χάρυ να με ρωτάει.

《Ναι, φυσικά. Πέρασε》.

Όταν καθίσαμε στον καναπέ, αμήχανη σιωπή έπεσε ανάμεσα μας.

Καθάρισα τον λαιμό μου.《Και πως με βρήκες;》ρωτησα με την περιέργεια έκδηλη στη φωνή μου.

《Αφού δεν απαντουσες στο τηλέφωνο ή σε κανένα μήνυμα μου, πήρα τηλέφωνο τους γονείς σου και τους παρακάλεσα να μου πουν που είσαι. Ξέρεις πόση συμπάθεια έχουν για εμένα οι γονείς σου έτσι》,είπε κι έδειξε τον χώρο γύρω του,《είμαι εδώ》.

《Μάλιστα》,ήταν το μόνο που είπα.

Ξαφνικά άρχισε να πλησιάζει προς το πρόσωπο μου αλλά απομακρυνθηκα διακριτικά απο κοντά του.

《Πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένος από το ταξίδι. Μήπως θες να κάνεις κανένα μπάνιο ή να ξαπλωσεις;》

《Ένα μπάνιο θα ήταν ότι πρέπει》,είπε και μου χαμογέλασε.

Σηκωθηκαμε και αρχίσαμε να πηγαίνουμε προς τη σκάλα του τρίτου ορόφου αλλά τότε θυμήθηκα πως δεν επιτρεπόταν να ανέβει κανένας εκεί εκτός από εμάς. Σταμάτησα μπροστά στην σκάλα.

《Τι έπαθες;》με ρώτησε ανήσυχα ο Χάρυ.

Μπορούσα να τον εμπιστευτώ. Άλλωστε ήξερε τι δουλειά που έκανα.

《Τίποτα. Ακολούθησε με》.

***
Εδώ και ώρα καθόμουν στον καναπέ και έτρωγα πίτσα. Ο Χάρυ ακόμη δεν είχε βγει από το μπάνιο. Πάντα αργούσε.

Τι θα έλεγα στα παιδιά; Πώς θα τους εξηγούσα πως κάποιος είναι στον πάνω όροφο και γνωρίζει τι είμαστε; Ήξερα πως κάποιοι δεν θα το έπαιρναν καθόλου καλά αλλά έπρεπε να προσπαθήσω.

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μέσα στο χώρο μπήκαν τα παιδιά.

Πρέπει να είχαν πάει σε κάποιο μπαρ. Αυτό τουλάχιστον έδειχναν τα ρούχα που φορούσαν.

Οι Μυστικοί ΠράκτορεςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα