Κεφάλαιο 18

2.5K 297 19
                                    


Ναζλί

Όση ώρα εξυπηρετούσα εκείνον και τον φίλο του προσπάθησα να είμαι τυπική. Δεν τον κοίταξα σχεδόν καθόλου στα μάτια, εστίασα στην δουλειά και ορισμένες οδηγίες που μου έδινα ο μπαμπάς διακριτικά από δίπλα μου. Εκείνος όμως, με έκαιγε με το βλέμμα του και το ένιωθα... με έκανε να αισθάνομαι αμήχανα και ένοχα για έναν ανεξήγητο λόγο. Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει, με κοίταξε έντονα και όταν τα ακροδάχτυλα μας αγγίχτηκαν για να με πληρώσει ανατρίχιασα από την επαφή αυτή. Ευχαρίστησε εμένα και τον πατέρα μου και έφυγε...

Τι θέλει στην Κωνσταντινούπολη; Τυχαία βρέθηκε στο μαγαζί του πατέρα μου... και βέβαια τυχαία Ναζλί, εσένα σε είχε ξεχάσει εντελώς και το απέδειξε από την γρήγορη φυγή του από το νησί.

«Τριανταφυλλένια μου, είσαι καλύτερα σήμερα;» με ρωτάει ο μπαμπάς μου και τινάζομαι κάπως τρομαγμένη «Τι έπαθες κορίτσι μου;» αναρωτιέται.

«Τίποτα, τίποτα... σκεφτόμουν κάτι για το Πανεπιστήμιο και αφαιρέθηκα. Τι ρώτησες;» του λέω ρωτώντας τον να επαναλάβει την ερώτηση του.

«Είσαι καλύτερα σήμερα;» επαναλαμβάνει ο μπαμπάς την ερώτηση.

«Ναι, σαφώς καλύτερα... απλά είχα λίγο πυρετό.» λέω την αλήθεια.

«Λίγο; Πόσο λίγο;» αναρωτιέται.

«37,5...» λέω με μια επιφύλαξη και χαμηλόφωνα.

«Θα σε μαλώσω τριανταφυλλένια μου. Γρήγορα στο σπίτι, να ξαπλώσεις και να γίνεις περδίκι!» με αγκαλιάζει και μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.

«Αισθάνομαι ήδη καλύτερα μπαμπά.» παραδέχομαι.

«Δεν ακούω κουβέντα.» σχολιάζει «Και πες στην μαμά σου ότι το μεσημέρι θα έρθω για μεσημεριανό.» μου λέει.

«Εντάξει...» του λέω και παίρνω τα πράγματα μου, όταν φτάσω στην πόρτα αναρωτιέμαι και γυρνώ προς τον μπαμπά μου «...ο Ραμίζ δεν σε ρώτησα που είναι; Θα σε βοηθούσε εκείνος με τους ξένους να συνεννοηθείς.»

«Πήρε άδεια για λίγες μέρες να πάει στην Άγκυρα, στην μητέρα του η οποία είναι άρρωστη.» με ενημερώνει και γνέφω.

Τον χαιρετώ άλλη μια φορά και βγαίνω έξω από το μαγαζί με προορισμό το σπίτι μου. Διακριτικά ρίχνω μια ματιά τριγύρω, ποτέ δεν ξέρεις! Το πεδίο είναι ελεύθερο. Περπατώντας αρκετά μέτρα από το μαγαζί του μπαμπά μου, αισθάνομαι όμως κάποιον να με τραβάει και να με ακινητοποιεί μέσα σε ένα στενό... η πλάτη μου κολλάει στον τοίχο. Βρίσκομαι να φιλιέμαι μαζί του, ξανά, τα βιβλία μου πέφτουν κάτω και τα χέρια μου αγκαλιάζουν τον σβέρκο του. Για λίγο αφήνω τα χείλη του να μου χαρίσουν λίγη χαρά, να ξανά θυμηθώ εκείνο το απόγευμα στην Λίνδο και ύστερα τον σπρώχνω, τον χαστουκίζω και αρχίζω να μαζεύω τα πεσμένα μου βιβλία ταραγμένη για να φύγω γρήγορα από δίπλα του.

Η αγάπη δεν γνωρίζει από σύνορα #Wattys2016Where stories live. Discover now