Κεφάλαιο 4

3.6K 355 16
                                    


Ναζλί

Κοντεύει δώδεκα το βράδυ. Η πρώτη μας μέρα στο νησί κοντεύει να τελειώσει, η ομορφιά του είναι εκθαμβωτική. Τα γαλάζια του νερά μαγικά, ζεστά και καθαρά. Ο ήλιος λαμπερός καίγοντας την επιδερμίδα του καθένα, ο αέρας απαλός με ένα κύμα ζέστης να τον συνοδεύει... Η πέτρα καλύπτει σχεδόν τα πάντα, τα γραφικά στενά ίσως να σε μπερδεύουν αλλά σε συνδυασμό με τα επίσης γραφικά σπίτια δίνουν μια μοναδική εικόνα στην Λίνδο.

«Σήκω.» λέει η Ντεφνέ και γυρίζω προς την πλευρά της απορημένη.

«Συνέβη κάτι;» αναρωτιέμαι και χαμογελάει με ένα χαμόγελο το οποίο με τρομάζει.

«Δεν μου αρέσει αυτό Ντεφνέ...» σχολιάζω και στριφογυρίζει τα μάτια της.

«Σταμάτα να μιλάς και σήκω πάνω να ετοιμαστείς.» αφού η ίδια σηκωθεί παρακινεί και εμένα.

«Να ετοιμαστώ για να πάμε που;» ρωτάω ύστερα.

«Να σε κυκλοφορήσω στο νησί.»

«Δεν με κυκλοφόρησες το πρωί;»

«Το ότι είδες την ακρόπολη ή το ότι πήγες στην παραλία το λες εσύ έξοδο; Έλα, μας περιμένουν τα παιδιά...»

«Ποια παιδιά;»

«Έχεις όρεξη να παίξουμε την κολοκυθιά βλέπω... Πρώτα θα σε ετοιμάσω και θα σου πω στο δρόμο που θα πάμε και με ποιους.»

«Και οι γονείς σου... οι δικοί μου;» ρωτάω το προφανές. Στριφογυρίζει ξανά τα μάτια της.

«Οι δικοί μου είναι ενήμεροι μας έδωσαν και την άδεια τους αν αυτό σε ενδιαφέρει, όσον αφορά τους δικούς σου θα κοιμούνται στο δεύτερο όνειρο και μην ανησυχείς κανείς δεν θα τους αποκαλύψει τίποτα... ο μπαμπάς ξέρει το πόσο αυστηρός είναι ο θείος με αυτά.» σχολιάζει ενώ παράλληλα ξεσκονίζει την ντουλάπα της. «Να υποθέσω ρούχα για βραδινή έξοδο δεν έχεις φέρει...» λέει περισσότερο στον εαυτό της, κοιτώντας με πάνω από τον ώμο της προτού βγάλει ένα μπλε φόρεμα και μου το προσφέρει.

«Αυτό... θα το φορέσω... εγώ;» λέω ρωτώντας διστακτικά.

«Δεν σου αρέσει;» λέει ψάχνοντας μέσα στην ντουλάπα πάλι.

«Ωραίο είναι, αλλά μήπως είναι προκλητικό;» συνεχίζω.

«Αλήθεια τώρα; Αυτό είναι το πιο σεμνό φόρεμα που έχω, μέχρι το γόνατο, ντεκολτέ κλειστό μέχρι τον λαιμό... και μπλα, μπλα, μπλα όπως βλέπεις! Αλλά είναι άκρος καλοκαιρινό και σου ταιριάζει.»

Μετά από ώρα είμαι έτοιμη. Η όψη μου στον καθρέφτη δεν είναι και τόσο άσχημη, όπως και οι διάφανες λεπτομέρειες του... Μου έδωσε και πέδιλα στο χρώμα του δέρματος να φορέσω τα οποία είναι κάπως ψηλά, εγώ με αυτά δεν έχω συνηθίσει. Με έβαψε, με χτένισε στα γρήγορα και ύστερα ετοίμασε τον εαυτό της στο άψε-σβήσε.

Ωραία όλα αυτά, αλλά αν το μάθει ο πατέρας μου που να βρω τρύπα να κρυφτώ; Ειδικά αν μάθει το ότι πήγαμε σε μπαρ... καλύτερα να μην το σκέφτομαι!

«Έλα Ναζλί, μην φοβάσαι και προπάντων μην κολώνεις! Είσαι είκοσι χρονών, έχεις ανάγκη να ξεσκάσεις, να διασκεδάσεις... δεν πρόκειται να στο απαγορεύσει αυτό ο θείος, δική σου η ζωή, δικά σου και τα θέλω.» καθώς περπατάμε προς τον δρόμο όπου περνούν τα ταξί η Ντεφνέ μου λέει.

«Θα είναι και πολλοί άλλοι;» αναρωτιέμαι όταν την ρωτάω.

«Χμ... ορισμένοι με πληροφόρησαν ότι θα συναντηθούμε έξω από το μπαρ, άλλοι είπαν πως έρχονται.» απαντάει.

«Είναι μακριά;»

«Λίγο... χαλάρωσε όμως.» χαμογελάει γλυκά.

Εισπνέω βαθιά και γυρίζω προς το μικρό χωριό της Λίνδου. Τα φώτα των μαγαζιών είναι ανοιχτά, η ακρόπολη φωτισμένη από κάτω προς τα πάνω δίνοντας μια άλλη νότα στο μνημείο... πιο όμορφη, βγαλμένη από κάποιο περιοδικό. Η θάλασσα αντανακλάει στα νερά της το φεγγάρι, το ασημένιο φεγγάρι το οποίο συνοδεύεται από τα άστρα...

«Α, επιτέλους ήρθαν.» με τραβάει από τον καρπό η Ντεφνέ.

Μπροστά μας είναι δύο κοπέλες. Πάνω κάτω στην ηλικία μου θα έλεγα, αλλά με πολλές στρώσεις παραπάνω μέικ απ... Η μια είναι η Μαρία, η άλλη η Ευρυδίκη... αν άκουσα καλά. Τα αγγλικά μου είναι άπταιστα, σπουδάζω άλλωστε αγγλική φιλολογία. Φαίνονται ευγενικές και γλυκές.

«Πωπωπω Ντεφνέ, σύρμα... οι κούκλοι που σου είπα πως ήρθαν στο εστιατόριο του μπαμπά...» κάτι είπε η Μαρία στην Ντεφνέ, δείχνοντας προς μια παρέα τριών ανδρών...

Η Ντεφνέ κοιτάζει εντελώς αδιάκριτα και απορώ με το θάρρος της ξαδέλφης μου, όπως επίσης και με αυτό των φιλενάδων της καθώς το βλέμμα τους μένει παρατεταμένα στους νεαρούς άνδρες οι οποίοι επίσης ανταποδίδουν στην επίμονη ματιά... καλά, όχι και οι τρεις τους.

«Τι περιμένουμε;» ρωτάω στα τούρκικα την Ντεφνέ.

Δεν παίρνω απάντηση, είναι απορροφημένη στην θέα απέναντι...

Ο ένας της έκλεισε και το μάτι. Γούρλωσα τα μάτια και γύρισα προς την αντίθετη πλευρά. Αν μάθει ο πατέρας μου τα καμώματα του... μαύρο φίδι που με έφαγε!

(Τσα!

Αγαπημένες... ίσως και αγαπημένοι ποιος ξέρει;

Ψηφίστε, σχολιάστε... να ανέβη λίγο και η ιστορία μωρέ, κρίμα είναι να διαγραφεί και τούτη... :3

Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη...)

Η αγάπη δεν γνωρίζει από σύνορα #Wattys2016Where stories live. Discover now