Κεφάλαιο 14

2.6K 278 13
                                    


Ναζλί

Μόλις πατήσαμε το πόδι μας με τον Αλί στην Κωνσταντινούπολη μας βομβάρδισαν με ερωτήσεις. Πως ήταν η πτήση, πως περάσαμε στους θείους και τα ξαδέρφια μας, αν ήταν ωραίο το νησί... και αν εμένα με πλησίασε ή ξελόγιασε κανένας έλληνας ή τουρίστας δεν είχε σημασία την ίδια κατάληξη θα είχαν και οι δύο από τα χέρια του πατέρα μου. Την διαβεβαίωση έδωσε ο Αλί ο οποίος ευτυχώς δεν μυρίστηκε τίποτα, ο Κερέμ τον κρατούσε καλά απασχολημένο αυτές τις δύο φορές που εγώ αναγκάστηκα να βγω με εκείνον τον Γιώργο ο οποίος χάθηκε μυστηριωδώς.

Αστείο τώρα που το σκέφτομαι ήταν όλο αυτό που συνέβη. Εναπόθεσα ''ελπίδες'' σε έναν άνθρωπο τον οποίο δεν ήξερα καθόλου και στο τέλος θύμωσα που εκείνος δεν εμφανίστηκε στο δεύτερο ραντεβού, λες και δεν ήξερα, αλλά και ξέρω πλέον καλά πως οι άνδρες σαν και αυτό δεν ασχολούνται με μια, μα με πολλές!

Τέλος πάντων, περασμένα-ξεχασμένα. Αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ...

Βγαίνω από το αμφιθέατρο του πανεπιστημίου, μιλάω ταυτόχρονα με κάποιες συμφοιτήτριες μου οι οποίες ζητούν κάποιες σημειώσεις από το μάθημα τις οποίες λέω πως θα τους τις δώσω αύριο... Χαιρετιόμαστε και παίρνω τον δρόμο του γυρισμού, αφού πρώτα κάνω στάση στο ζαχαροπλαστείο του μπαμπά μου για να τον χαιρετήσω και να μου δώσει ίσως και τίποτα που θα του έχει ζητήσει η μαμά.

Όχι να το παινευτώ, αλλά ο μπαμπάκας μου κάνει τα καλύτερα σιροπιαστά στην Κωνσταντινούπολη. Επιχείρηση πολλών χρόνων η οποία ξεκινάει από τον παππού μου ο οποίος την ξεκίνησε και ο πατέρας μου ο οποίος συνεχίζει, σε λίγα χρόνια ίσως περάσει και στα χέρια του Αλί, αν και η κλήση του στα μαθηματικά είναι έντονη οπότε μάλλον η επιχείρηση στο μέλλον να αποκτήσει ένα μικρό, τόσο δα θεματάκι.

«Ήρθε η τριανταφυλλένια μου...» μόλις ακουστεί το *γκλιν* στην πόρτα και βλέποντας με ο πατέρας μου λέει. Βγαίνει έξω από τον χώρο παρασκευής των γλυκών και με αγκαλιάζει, ξεχνώντας πως είναι αλευρωμένος από την κορυφή έως τα νύχια. Είναι αστείος... με λέρωσε επίσης, αλλά δεν με πειράζει.

«Μπαμπά μου... πως πάει εδώ;» ρωτάω και κοιτάζω τριγύρω.

«Πολύ καλά τριανταφυλλένια μου, τώρα ίσως κάνω ένα μικρό διάλειμμα και γυρίσουμε μαζί στο σπίτι για μεσημεριανό.» σχολιάζει.

«Και το μαγαζί;» τον ρωτάω.

«Κοτζάμ άνδρας είναι ο Ραμίζ... λες να μην τα καταφέρει;» μου χαμογελάει απαντώντας.

Ο Ραμίζ είναι ένας γλυκός νεαρός ο οποίος τα τελευταία πέντε χρόνια εργάζεται για τον μπαμπά μου. Είναι αρκετά ευγενικός και έντιμος για αυτό άλλωστε ο πατέρας μου τον έχει σε τόση μεγάλη εκτίμηση, πράγμα το οποίο δεν έχει κάνει ποτέ στο παρελθόν για κανέναν άλλο βοηθώ του από όσα θυμάμαι. Ύστερα, τον έχει βάλει και στο μάτι μιλώντας μου συνέχεια για εκείνον... με λίγα λόγια προξενεύοντας μου τον. Όμως... υπάρχει αυτό το όμως.

«Γεια σου Ναζλί...» λέει κάπως ντροπαλά αφού βγει μέσα από το άλλο δωμάτιο.

«Ραμίζ... πως είσαι;» τον ρωτάω.

«Καλά είμαι, εσύ; Τον τελευταίο καιρό χάθηκες...» λέει και χαμογελάω.

«Μια χαρά και εγώ... Δεν χάθηκα, τώρα όμως με το πανεπιστήμιο έχω κάποιες περισσότερες υποχρεώσεις ώστε να μην μπορώ να κάθομαι όλη την μέρα στο μαγαζί όπως συνήθιζα το καλοκαίρι.» παραδέχομαι και νεύει θετικά, δείχνοντας πως καταλαβαίνει.

«Πάμε τριανταφυλλένια μου να κάνουμε και λίγα ψώνια που μου ζήτησε η μητέρα σου;» με ρωτάει ο μπαμπάς.

«Ναι, πάμε.»

«Ραμίζ τα μάτια σου δεκατέσσερα... επίσης, αυτή την Κυριακή σε καλώ για μεσημεριανό στο σπίτι.» λέει ο μπαμπάς πριν φύγουμε.

Σε όλη την διαδρομή από τα ψώνια έως και το σπίτι μου μιλούσε για τον Ραμίζ. Δεν μου έλεγε και τίποτα το αλλιώτικο από κάθε άλλη φορά, τα ίδια που λέει πάντα... Ότι είναι ένα θαυμάσιο παιδί, δουλευταράς, ευγενικός, τίμιος... και αν εγώ αποφασίσω να τον παντρευτώ θα μπορέσει να αφήσει την επιχείρηση στα χέρια ενός ανθρώπου του οποίου εκτιμάει και εμπιστεύεται. Στην ιδέα του να παντρευτώ τον Ραμίζ αγχώνομαι... όσο καλό παιδί και αν είναι, δεν είναι ο άνδρας τον οποίο ονειρεύομαι.

Στο σπίτι ύστερα ακολουθεί ένα ήρεμο μεσημεριανό με τον παππού Τεφίκ να λέει τις γνωστές, παλιές ιστορίες του κάνοντας μας να γελάσουμε, δίχως να τον διακόψουμε λέγοντας του πως την έχουμε ακούσει πόσες άλλες φορές... άλλωστε κάθε φορά είναι εντελώς διαφορετικός ο τρόπος αφήγησης που αυτό και μόνο την μετατρέπει αλλιώτικη.

Ο πατέρας μου ξανά έφυγε για το μαγαζί και εγώ βοήθησα την μητέρα μου να μαζέψουμε το τραπέζι. Προσφέρθηκα να πλύνω τα πιάτα και εκείνη να πάει σκουπίσει λίγο... Αφού τελείωσα με το πλύσιμο των πιάτων πήγα στο δωμάτιο μου για να αρχίσω το διάβασμα. Πολλοί συμφοιτητές απορούν με την επιμονή μου στο να διαβάζω σαν να βρίσκομαι στο σχολείο, μα είμαι της άποψης πως αν τα κάνω τώρα την περίοδο των εξετάσεων θα μου είναι παιχνιδάκι όλα τα μαθήματα.

Αργά το βράδυ χώνομαι κάτω από τα παπλώματα... έχω καληνυχτίσει όλη την οικογένεια και είμαι έτοιμη να κοιμηθώ!

Όταν το γνωστό πρόσωπο έρχεται να αναστατώσει για άλλη μια φορά το βράδυ... η αίσθηση των χειλιών του, η φωνή του... τα μάτια του.

(Πάνε μέρες που δεν σας έχω ανεβάσει κεφάλαιο... Ξέκλεψα λίγο χρόνο από το διάβασμα και το babysitting της κρυωμένης ξαδερφούλας μου, δράματα.

Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)

Η αγάπη δεν γνωρίζει από σύνορα #Wattys2016Where stories live. Discover now