Κεφάλαιο 19.

276 38 1
                                    


Ράνια:
Εδώ και 10 λεπτά ο Τζον με έχει πλησιάσει και μιλάμε. Έχει ντυθεί λυκάνθρωπος. Το περίμενα αφού χθες στην καφετέρια του σχολείου, με ρώτησε άμα προτιμώ τους λυκάνθρωπους ή τους βρικόλακες.
<<Γιατί τους προτιμά;>>
<<Δε έχω ιδέα...μπορεί επειδή είναι άνθρωποι, αλλά απλώς κάποιες μέρες χάνουν τον εαυτό τους>>.
<<Αφού τους προτιμά, τους προτιμώ και εγώ>>λέει και μου κλείνει το μάτι.
Τότε τον παρατηρώ. Παρατηρώ τον νέο που μου έφερε τη στολή μου, διότι φοράει και εκείνος την ίδια. Μάταια προσπαθώ να καταλάβω την ταυτότητα του. Με πλησιάζει και όταν πια με φτάνει μου μιλάει. Η φωνή του είναι γνώριμη.
<<Γεια>>λέει με αποφασιστικότητα.
<<Γεια>>λέω ντροπαλά εγώ.
<<Ας φεύγω εγώ. Τα λέμε μετά Ουρανίτσα>>με χαιρετά ο Τζον και μου τσιμπάει το μάγουλό.
Ο Ξένος με πλησιάζει. Με κοιτάει βαθιά στα μάτια με ένα τόσο διαπεραστικό βλέμμα σαν αυτό του Ντάνιελ. Η καρδιά μου τρελαίνεται και μόνο με το όνομα του. "Λες να είναι αυτος;" σκέφτομαι και σταυρώνω τα δάχτυλά μου.
<<Αν ήξερες πόση αξία έχουν τα μάτια σου για μένα, δε θα αναρωτιόσουν γιατί σε κοιτάω κατά αυτόν τον τρόπο>>λέει κοιτάζοντας ακόμη τα μάτια μου.
<<Είναι απλώς κάστανα>>.
<<Που μέσα τους βλέπω όλον τον κόσμο και όσα χρώματα είναι πιθανά>>.
<<Μακάρι να ήταν σμαραγδί>>λέω σκεπτόμενη τον Ντάνιελ. <<Δεν μπορώ να διακρίνω τα δικά σου μάτια μέσα από τη μάσκα>>.
<<Δεν μπορώ όμως να τη βγάλω, γνωρίζει τους κανόνες>>λέει και με πλησιάζει ακόμα περισσότερο.
<<Κατάλαβα....και τι μπορείς να κάνεις;>>
<<Αυτό>>.
Πιάνει τη μέση μου και με τραβάει κοντά του. Ακουμπάει τα χείλη του πάνω στα δικά μου τόσο απαλά σαν να ήμουν ένα εύθραυστο λουλούδι και φοβόταν μη σπάσω. Κλείνω τα μάτια. Δεν προχωράει σε κάτι άλλο, μόνο με φιλάει απαλά και προσεκτικά και τόσο σωστά σα να είχε επεξεργαστεί την κάθε κίνηση των χειλιών μου πάνω στα δικά του. Αυτή η στιγμή δε θέλω να τελειώσει ποτέ! Κρυφοκοιτάζω και βλέπω πως έχει ανοιχτά τα μάτια του. Αυτομάτως τα κλείνει για να μην τα δω. Αλλά βρισκόμαστε τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον που διέκρινα το χρώμα τους. Είναι ΣΜΑΡΑΓΔΊ!!! Σταματάει απότομα να με φιλάει, με κοιτάει βαθιά στα μάτια και εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος.

Ντάνιελ:
Τρέχω. Νιώθω τη λυκίσια σάρκα μου να βγαίνει από μέσα μου. Αντιστέκομαι παρόλο που γνωρίζω πως είναι μάταιο. Φτάνω σε ένα πάρκο με πυκνά δέντρα. Αφήνομαι. Τα τελευταία δεύτερά μου πριν κλείσω τα μάτια ως ανθρωπος, βλέπω μια κοπέλα κρυμμένη επίσης στην πυκνή βλάστηση να μεταμορφώνεται και να γίνεται σαν εμένα. Λυκάνθρωπος. Και τότε κλείνω τα μάτια.

Κίτρινοι ΔαίμονεςWhere stories live. Discover now