Κεφάλαιο 13.

292 45 0
                                    

Ράνια:
Ο Ντάνιελ είναι κάτι μέτρα μπροστά μας, αλλά εγώ με τον Μίκυ κρυβόμαστε για να μην μας δει. Αποφασίζω να μιλήσω στο Μίκυ για το τι συνέβη το πρωί όταν συναντηθήκαμε.
<<Μίκυ θυμάσαι την αγκαλιά που μου έδωσες το πρωί όταν βρεθήκαμε για να πάμε μαζί σχολείο;>>
<<Ήταν εντελώς φιλική Ράνια ούτε καν που το σκέφτηκα. Δεν περιμένω να κατάλαβες κάτι άλλο>>λέει και με κοιτάει στα μάτια. "Αυτή είναι η ευκαιρία σου Ράνια"αναλογίζομαι..
<<Μίκυ σε αγαπώ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό περίμενα αυτή την αγκαλιά!>>
<<Κανείς πλάκα Ράνια είμαι σίγουρος>>.
Άλλο δείχνει το βλέμμα σου Μίκυ. Ξαναπαίρνει το λόγο.
<<Ράνια αφού ξέρεις πόσο μου αρέσει η Γκρέις>>αναστενάζει.
<<Τιιιιιι;>>λέω έκπληκτη και σταματάω την πλάκα που του έκανα.
<<Νόμιζα ότι το γνώριζες...λυπάμαι Ράνια>>.
<<Ρε βλήμα εγώ πλάκα σου έκανα, ξέρεις πόσο μου αρέσει ο Ντάνιελ! Δεν μπορώ να το πιστέψω! Παιδιά οι κολλητοί μου αλληλοαγαπιούνται!!>>λέει ψιλοφωνάζοντας.
<<Γιατί σου είπε κάτι για μένα;>>εκπλήσσεται.
<<Παιδιά αυτός είναι πορωμένος! Δεν μου είπε αλλά από το χεράκι σε έπιασε!>>
<<Το ξέρω τρελό ε; Δεν το συνηθίζει σωστά;>>
<<Φυσικά όχι!>>
Και τότε φτάνουμε σπίτι μου. Από τη κουβέντα ξέχασα να παρακολουθώ τον Ντάνιελ; Μας είδε; Πφφ άστον κι αυτόν έχω τόσα να σκεφτώ για τον Μίκυ και την Γκρέις.

Ντάνιελ:
Μέχρι να γυρίσω σπίτι είχε απογευματιάσει γι αυτό κάνω μπάνιο(το νερό στα αποδυτήρια ήταν μπούζι) και τρώω κάτι γρήγορα. Κάθομαι μπροστά από την τηλεόραση η οποία δεν έχει τίποτα το ενδιαφέρον και κοιτάζω έξω από την μπαλκονόπορτα του ενοικιαζόμενου σπιτιού μου. Η νύχτα είναι τόσο γλυκιά για να μείνω μεσα και παρά το κρύο αποφασίζω να πάω στην παραλία. Ντύνομαι ζεστά κα βγαίνω από το σπίτι. Περπατάω κατά μήκος της παραλίας και μετά κάθομαι κάτω από τον κοκοφοίνικα μου. Τον λέω μου γιατί και εκείνος είναι ξεχωριστός σαν εμένα μόνο που εγώ είμαι ένα λάθος ενώ αυτό κάτι απλώς διαφορετικό. Είμαι ένα τέρας που καταστρέφει τα πάντα.

Ράνια:
Όπως συνηθίζω, βγαίνω από το σπίτι για να ζωγραφίσω. Το φως είναι λιγοστό και δυσκολεύομαι μέχρι που αποφασίζω πως είναι μάταιο. Όμως ένας ζωγράφος δεν αρκέζεται μόνο στη ζωγραφική και στα πινέλα του. Πρέπει αυτό που θα ζωγραφίσει να το δει, να το ακουμπήσει, να το νιώσει...Γι'αυτό πλησιάζω προς την παραλία. Βρίσκω ένα ήσυχο μέρος και κάθομαι. Ατενίζω την φουρτουνιασμένη για άλλη μια φορά θάλλασα και σκέφτομαι πως ακόμη και ότι πιο απλό όπως η θάλασσα έχει τα σκαμπανεβάσματα της, μια φορά θα είναι ήρεμη...
<<Και την άλλη ανήσυχη>>λέει μια γνωστή φωνή και διακόπτει τον παραλληλισμό μου.
<<Κάθισε>>λέω στον Ντάνιελ που στέκεται όρθιος δίπλα μου.
Κάθετα δύο βήματα μακρυά μου. Μια απόσταση που μου φαίνεται τόσο μακρινή, ενώ άμα τεντώσω το χέρι μου τον φτάνω. Για να σπάσω την σιωπή που ακολουθεί ρωτάω κάτι κουφό, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι έξυπνο.
<<Ξέρεις να πετάς μια πέτρα στη θάλασσα, ώστε να κάνει μικρά άλματα στην επιφάνεια της;>>
<<Ναι ξέρω>>απαντάει απλά.
<<Θα μου μάθεις;>>
Σηκώνεται και μου προτάσει το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Το πιάνω και κλείνω τα μάτια. Μια μικρή φλογίτσα αναδύθηκε μέσα μου.
<<Πρώτο στάδιο: Διαλέγουμε την κατάλληλη πέτρα που πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο λεία. Σαν αυτή>>λέει και πιάνει μια άσπρη λεία πέτρα.<<Δεύτερο στάδιο: Χουφτώνουμε τη πετρούλα, τη φέρνουμε κοντά στο σώμα μας και τρίτο στάδιο: την πετάμε απότομα με την επίπεδη πλευρά της προς την επιφάνεια της θάλλασσας>>λέει αλλά δεν πετάει την πέτρα στη θάλασσα.
<<Γιατί δεν την πετάς;>>
<<Η θάλασσα πρέπει να είναι ήρεμη. Παρόλα αυτά μπορώ να σου μάθω την κίνηση>>.
Ψάχνω για μια πετρούλα, αλλά δεν βλέπω και πολλές. Τα νύχια μου γέμισαν μικρά υγρά πετραδάκια, όμως δεν με ενδιαφέρει. Ο Ντάνιελ ψάχνει μαζί μου. Όπως σκαλίζω βλέπω μια κατά μαύρη μικρή λεία πέτρα. Την πιάνω και σχηματίζεται ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη μου.
<<Ντάνυ, βρήκα μια>>.
Του την δείχνω. Την κοιτάζει και χαμογελάει.
<<Η πέτρα μου ήταν κατά άσπρη, ενώ η δική σου είναι εντελώς το αντίθετο. Τόσο διαφορετικές και όμοιες παράλληλα η κάθε μια όμορφη με το δικό της τρόπο. Σα να φτιάχτηκε η μια για την άλλη>>.
Μόλις χρησιμοποίησε ακριβώς τα λόγια μου; Τα είχα γράψει στην αντίθετη της παλάμης μου, αλλά νόμιζα πως κανείς δεν τα παρατήρησε.
<<Τα ετερώνυμα έλκονται>>.
Μόλις το πω με κοιτάει στα μάτια επίμονα για κάτι δεύτερα και εγώ δεν τραβάω το βλέμμα μου. Σαν να με μαγεύουν. Δεν είναι συνηθισμένα, έχουν κάτι εξωπραγματικό. Ένα κύμα σκάει λίγα εκατοστά από τις άκρες των παπουτσιών μας και χαλάει τη στιγμή.
<<Λοιπόν(μου δίνει την πέτρα μου και με πλησιάζει) την πιάνεις έτσι(μου πιάνει τη παλάμη σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο με τα δάχτυλα μου, ώστε να χωρέσει η πέτρα ακριβώς) και τώρα τη φέρνεις κοντά στο σώμα σου(έρχεται από πίσω μου τόσο κοντά που νιώθω το στήθος του στους ώμους μου χωρίς να αφήσει το χέρι μου) "κρατά τη πέτρα γερά">> μου ψιθυρίζει και απότομα τραβάει το χέρι μου προς τη θάλλασα.
Εγώ δεν χαλαρώνω ούτε στιγμή να κρατάω την πετρα, με αποτέλεσμα να μην μου ξεφύγει και τη χάσω. Είναι μια απλή πέτρα αλλά τόσο σημαντική για μένα.
<<Μια χαρά τα πήγες για πρώτη φορά>>με επιβραβεύει.
<<Εσύ την έκανες όλη τη δουλειά. Εγώ απλώς αφέθηκα στα χέρια σου>>.
<<Και χωρίς τη βοήθεια μου μια χαρά θα τα πήγαινες. Μακάρι η θάλασσα να ήταν ήρεμη. Θα ήταν πιο μαγικό>>.
" Πόσο πιο μαγικό, ήταν τέλειο"
<<Όταν θα είναι, θα σε φωνάξω να με θαυμάσεις>>.
<<Δεν θα το χάσω με τίποτα. Καληνύχτα Όρι>>.
<<Καλό βράδυ Ντάνυ>>.
Μου δίνει και την δική του πέτρα την,όλο άσπρη, κάνει μεταβολή και μετά από κάποια βήματα τον καταπίνει το σκοτάδι.



Κίτρινοι ΔαίμονεςWhere stories live. Discover now