Κεφάλαιο 15.

276 42 0
                                    

Κυριακή 21 Νοεμβρίου
Ράνια:
Ξυπνάω το πρωί στις 8. Δεν με παίρνει με τίποτα ο ύπνος γι' αυτό αποφασίζω να πάω στο κέντρο της πόλης να αγοράσω και τίποτα. Γράφω σε ένα χαρτάκι ότι φεύγω να μην ανησυχίσουν οι γονείς μου και ξεκινάω να πάω στη στάση. Η μέρα είναι ζέστη, καλοκαιρινή για Νοέμβρη μήνα και η θάλασσα είναι τόσο ήρεμη και γαλήνια. Κάθομαι σε ένα παγκάκι περιμένοντας να περάσει το λεωφορείο και αντικρίζω μπροστά μου μια πολύ γνώριμη φιγούρα. Την πλησιάζω και λέω:
<<Καλημέρα Ντάνυ>>
<<Καλημέρα Όρι>>απαντάει εκείνος έκπληκτος αλλά και ευδιάθετος.
<<Πώς και από δω τόσο νωρίς;>>
<<Έχω μια δουλειά στο κέντρο>>.
<<9 ώρα το πρωί κυριακάτικα;>>
<<Θα σου πω αλλά μην κοροϊδέψεις, σύμφωνοι;>>
<<Σύμφωνοι>>λέω γελώντας.
<<Δουλεύω ως μπεϊμπισίτερ τα Σαββατοκύριακα για ένα 4χρονο παιδάκι τον Σεγκ>>λέει και κοκκινίζει.
<<Ωωω τι κιουτ^^>>λέω και του τσιμπάω το μαγουλάκι του.
Τότε έρχεται το λεωφορείο.
<<Αυτό πέρνεις;>>ρωτάει.
<<Ναι>>απαντάω και μπαίνω μέσα πρώτη.
Μπαίνει μέσα κι αυτός και "χτυπάει" τα εισητήριά μας. Ωστόσο εγώ κάθομαι σε μια θέση και όπως έρχεται ο Ντάνιελ να κάτσει δίπλα μου, ένας γεράκος τον προλαβαίνει. Ο Ντάνιελ μένει με ένα παράξενο και αστείο υφάκι στο πρόσωπό του. Σκάμε στα γέλια. Κάθεται πίσω μου και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Τότε ο γεράκος ρωτάει:
<<Πείτε μου ότι δεν είστε ζευγαράκι και σας χώρισα;>>
Κοιταζόμαστε με τον Ντάνιελ και μου χαμογελάει. Γίνομαι σαν τομάτα!
<<Βασικά φίλοι είμαστε, δεν υπάρχει θέμα, μην σηκωθείτε>>λέει.
Παρόλο που ο Ντάνιελ έχει δίκιο, στεναχωρέθηκα. Δεν θα περιμένει να γίνει τίποτα μεταξύ μας προφανώς. Μένουμε 5 λεπτά ήσυχοι και σηκώνομαι όρθια για να κατέβω στην επόμενη στάση.
<<Όρι>>λέει ο Ντάνιελ που με πιάνει από τον ώμο για να μην κατέβω.<<Θες να έρθεις μαζί μου; Ο μικρός θα χαρεί πολύ>>.
Όλην αυτήν την ώρα κάθομαι μπροστά στην ανοιχτή πόρτα και εμποδίζω τον κόσμο να μπαινοβγαίνει.
<<Τι θα γίνει ρε παιδιά θα κατεβείτε;>>φωνάζει ο οδηγός για να ακουστεί πάνω από το ενοχλημένο πλήθος.
Γυρνάω και κοιτάω τον Ντάνιελ. Δεν φαίνεται να τον πολύ νοιάζουν όλα αυτά. Μόνο ο γεράκος γελάει και με παρακινεί να πάω μαζί του.
<<Λοιπόν;>>
<<Σε ποια στάση κατεβαίνουμε;>>τον ρωτάω για πλάκα καθώς ανεβαίνουμε ξανά στο λεωφορείο. Κάθομαι δίπλα στο γεράκο για σπάσιμο και ο Ντάνιελ βάζει τα γέλια. Κατεβαίνουμε μετά από λίγο και συζητώντας περί μαθημάτων, πλησιάζουμε ένα διόροφο σπίτι όπου ο Ντάνιελ χτυπάει το κουδούνι.
<<Έρχομαι Ντάνιελ>>φωνάζει μια γυναικεία φωνή.
Μια ξανθιά κάπως μεγαλούτσικη κύρια μας ανοίγει την πόρτα. Δείχνει ευδιάθετη και φιλόξενη.
<<Καλημέρα κύρια Σάρα>>.
<<Καλημέρα Ντάνιελ, μα τι όμορφη κοπέλα που έχεις>>
<<Είδατε>>λέει προκλητικά ο Ντάνιελ και μου κλείνει το μάτι.
Εγώ μένω στήλη άλατος.
<<Σάρα>>μου λέει η ξανθιά κύρια και μου τεντώνει το χέρι της.
<<Ράνια>>λέω κάπως αμήχανα.
<<Λοιπόν κύρια Σάρα, τα λέμε στις 5;>>
<<Ναι, Τσάο παιζάκιαααα>>λέει προσπαθώντας να φανεί κι αυτή νέα.

Κίτρινοι ΔαίμονεςWhere stories live. Discover now