1

1.3K 113 14
                                    

Η Έμιλι ξύπνησε κεφάτη. Σήμερα ήταν τα γενέθλια της. Επιτέλους!!! Περίμενε με ανυπομονησία αυτή την ημέρα. Σηκώθηκε και πήγε να ντυθεί. Φόρεσε ένα κολλητό μαύρο παντελόνι και μια λευκή μπλούζα. Ίσιωσε τα μαλλιά της και κατέβηκε στην κουζίνα. Η μητέρα της βρισκόταν ήδη εκεί μαζί με τον πατέρα της. Έπιναν καφέ και συζητούσαν κάτι αλλά μόλις είδαν την Έμιλι σταμάτησαν απότομα.

«Καλημέρα.» είπε η Έμιλι καχύποπτα.

«Καλημέρα αγάπη μου. Χρόνια σου πολλά.» είπε η μητέρα της και την φίλησε.

Ο πατέρας της την πήρε αγκαλιά και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Πως νιώθεις σήμερα;» την ρώτησε.

Εκείνη σήκωσε τους ώμους της ανάλαφρα. «Δεν ξέρω... Πάντως σίγουρα χαρούμενη. Γιατί;»

Η μητέρα της σήκωσε νευρικά τους ώμους της. «Για κανένα λόγο.»

«Λοιπόν εγώ παίρνω ένα κρουασάν και φεύγω.» είπε η Έμιλι ενώ πήγαινε να αρπάξει το κρουασάν από το μπολ.

Ο πατέρας της έπιασε το χέρι της. «Εδώ θα το φας. Μην αρχίζεις τα ίδια.»

Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Καλά, καλά.» είπε και κάθισε. Πέρυσι είχε εθιστεί στην βουλιμία αλλά οι γονείς της το έμαθαν και την παρακολουθούσαν. Το είχε αντιμετωπίσει, το είχε παλέψει με νύχια και με δόντια και δεν θα το ξανά έκανε. Ο Μάικλ. Εκείνος ήταν ο λόγος που είχε γίνει βουλιμική. Θα έκανε τα πάντα για να τον έχει. Αλλά εκείνος δεν της έδινε σημασία, την αγνοούσε και όταν δεν το έκανε την κορόιδευε. Αλλά πλέον δεν θα τον άφηνε να την επηρεάζει. Είχε προχωρήσει στην ζωή της. Είχε ανοιχτεί σε άτομα. Έκανε παρέα με περισσότερα αγόρια.Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Θα έκανε πάρτυ στο πιο γνωστό κλαμπ της πόλης κάτι που ήταν πολύ κουλ. Σχεδόν όλοι όσοι πήραν πρόσκληση θα ερχόντουσαν. Τελείωσε το κρουασάν και σηκώθηκε. «Ευχαριστημένοι;» είπε στους γονείς της. «Μπορώ να φύγω τώρα; Μπορείτε να έρθετε μαζί μου αν θέλετε να σιγουρευτείτε πως δεν θα ξεράσω. Θέλετε;»

«Όχι. Εντάξει. Πήγαινε αλλά να ξέρεις... θα σε παρακολουθούμε.» είπε η μητέρα της.

«Ναι ξέρω. Θα σας τα πει χαρτί και καλαμάρι ο Δρακουμέλ.» είπε ειρωνικά η Έμιλι και έφυγε.




Ο Μάικλ ξύπνησε και άρχισε να ντύνετε. Φόρεσε ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν. Κατέβηκε στην κουζίνα. Κανείς δεν ήταν εκεί... όπως πάντα!!! Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που έπαιρνε πρωινό με τους γονείς του. Έπρεπε όλα να γίνουν σύμφωνα με το σχέδιο αλλιώς οι Σκοτεινοί θα κέρδιζαν τον αγώνα. Το τηλέφωνο του χτύπησε. Ήταν ο Σαμ, ο καλύτερος του φίλος. Πήρε το τηλέφωνο από το κομοδίνο και το σήκωσε. «Ναι.» απάντησε ξερά.

STORM (POWER) Βιβλίο 1Where stories live. Discover now