10

727 90 8
                                    

Η Έμιλι ετοίμαζε τον σάκο της. Είχε πάρει ένα χοντρό μαύρο πουλόβερ και μια ζακέτα φούτερ. Ήταν έτοιμη όταν η Ντέμυ πέρασε για να την πάρει από το σπίτι της.

«Έτοιμη;» την ρώτησε η Ντέμυ.

«Εδώ και ένα τέταρτο. Άργησες.» της απάντησε η Έμιλι βγαίνοντας από το σπίτι με τον σάκο περασμένο στον ώμο της.

«Θα περάσουμε από το σπίτι του Σάιμον.» είπε η Ντέμυ μπαίνοντας στο αυτοκίνητο.

Η Έμιλι άνοιξε την πίσω πόρτα και πέταξε τον σάκο στο κάθισμα. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε στην θέση του συνοδηγού.



Φθάνοντας έξω από το σπίτι του Σάιμον η Έμιλι είδε παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του Μάικλ. Βγήκε διστακτικά από το αυτοκίνητο και προχώρησε μαζί με την Ντέμυ στο σπίτι. Ήταν νωρίς το απόγευμα και ο ήλιος βρισκόταν ακόμα αρκετά ψηλά στον ουρανό. Ήθελαν να φτάσουν στο δάσος πριν πέσει ο ήλιος για να στήσουν τις σκηνές. Πριν ακόμα φτάσουν στο κατώφλι η πόρτα άνοιξε.

«Έχουμε πρόβλημα.» είπε ειρωνικά ο Άλεξ.

Τα δυο κορίτσια μπήκαν μέσα στο σπίτι όπου ο Σάιμον στεκόταν πάνω από ένα σωρό σάκους και άλλα πράγματα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ντέμυ.

«Έχω την αίσθηση πως κάτι ξεχνάω.» απάντησε προβληματισμένος ο Σάιμον.

«Σκηνές πήρες;» ρώτησε ο Άλεξ.

«Ναι. Και οι δυο εδώ είναι.» απάντησε ο Σάιμον.

«Sleeping bags;» ρώτησε η Ντέμυ.

«Ναι.»

«Σπίρτα για να ανάψουμε φωτιά;» ρώτησε ο Σαμ.

Ο Σάιμον κοίταξε τον τεράστιο πράσινο σάκο στον καναπέ. «Ναι, ναι... και σπίρτα έχω πάρει, και φακούς, και φαγητό.»

«Ζαχαρωτά για να ψήσουμε πήρες;» ρώτησε βαριεστημένα η Έμιλι.

«Ζαχαρωτά ρε 'σεις. Να τι ξέχασα!!!» αναφώνησε ο Σάιμον.

Η Έμιλι στριφογύρισε τα μάτια της ειρωνικά. «Ρε φίλε που θα πας χωρίς ζαχαρωτά; Μα καλά τι έκανες;»

«Σιγουρευόμουν πως δεν θα μας φάνε οι αρκούδες ζωντανούς.» της απάντησε ξερά.

«Ενώ όταν θα κυνηγάμε νηστικοί τις αρκούδες σαν αγριάνθρωποι θα είναι καλύτερα. Ελπίζω να πήρες και νερό γιατί δεν πρόκειται να μείνω στο δάσος νηστική και διψασμένη!!!» του απάντησε ειρωνικά η Έμιλι.

STORM (POWER) Βιβλίο 1Where stories live. Discover now