|13|Δυο κορμιά σαν ένα

40 3 1
                                    

"Τότε σε ευχαριστώ που με προστατεψες. Σου είμαι ευγνώμον." ,του είπε προσπαθώντας να του κλέψει μια ματιά. Να δει από τα μάτια του αν νιώθει όπως και αυτή. Αυτός όμως δεν γύρισε.

"Πάντα θα σε προστατευω Ανδρομάχη. Δεν θα αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό. Τουλάχιστον όσο ζω. Αν πάθεις κάτι φοβάμαι πως δεν θα το αντέξω. Θα καταρρευσω. Ένα κομμάτι της καρδιάς μου σου ανήκει ολοκληρωτικά Ανδρομάχη. Μπορεί και ολόκληρη. Μην το ξανακάνεις αυτό σε παρακαλώ. Χάνω την ψυχραιμία μου. Δεν φοβάμαι μόνο για του άλλους αλλά και για τον ίδιο μου τον εαυτό. Φοβάμαι μήπως θολωσω και κάνω πράγματα που θα μετανιώσω.", είπε και σκούπισε το μέτωπο του από την ένταση.

Η Ανδρομάχη δεν πίστευε όλα αυτά που άκουγε. Ήταν σαν όνειρο. Δεν μπορούσε να ζητιανεύει άλλο για μια του μάτια. Χαιδεψε το αξυριστο πρόσωπο του και γύρισε το κεφάλι του για να να την κοιτάξει. Μόλις αντίκρισε τα καταγάλανα της μάτια σαστισε. Ζαλίστηκε. Θόλωσε. Η μάτια της ήταν σαν γλυκό κρασί. Μεθυστικο. Ένιωσε μεθυσμένος. Επικρατούσε σιωπή. Η μάτια τους δεν έσπασε ούτε στιγμή. Ο Έκτορας τότε πήρε τα μάτια του και τα έριξε πάνω στους γυμνούς της ώμους μια και μόνο αυτούς μπορούσε να δει από το γυρισμένο του κεφάλι. Ήταν η χαριστική βολή.

Της ορμηξε δίνοντας της ένα παθιασμένο διψασμένο φιλί για να ξεδιψασει τον πόθο του. Πόσο πολύ κρατούσε μετά του αυτό το συναίσθημα. Αυτή ανταπέδωσε. Κόλλησε το σώμα της πάνω του  και αφέθηκε ένιωσε σαν να κοιμάται ή σαν να χορεύει με τα σύννεφα. Τα χείλη τους σαρκωδη, ταίριαξαν αμέσως. Την Ανδρομάχη τότε βάζοντας τα χέρια της στο στήθος του όπου φορούσε έναν γαλάζιο χιτώνα και χρυσά σκαλιστα περιβραχιωνια που έφεραν το Τρωικό σύμβολο. Τον έσπρωξε σπάζοντας το φιλί τους και περπάτησε προς την θάλασσα κοιτώντας τον. Όταν αυτός κατάλαβε το νόημα, έβγαλε τον χιτώνα τον πέταξε κάτω και την ακολούθησε. Του έπιασε το χέρι και τον αγκάλιασε ενώ βρίσκονταν μέσα στο νερό. Έβαλε το χεφαλι του ανάμεσα από το στήθος του και αυτός τύλιξε τ χέρια του γύρω από τους γοφούς της εξερευνώντας κάθε σπιθαμή του κορμιού της με τα δάχτυλα του.

"Ότι είναι να γίνει ας γίνει.", του ψιθύρισε η Ανδρομάχη. "Δεν θέλω άλλον μόνο εσένα. Κι αν ποτε φύγεις θέλω να ξέρω πως εσύ ήσουν ο ένας και μοναδικός κατακτητής μου.", αυτό του είπε και τον φίλησε απαλά στα χείλια σαν να ήθελε να σφραγίσει τα λόγια της.

Αυτός τότε ξεχυθηκε και άρχισε να φιλάει τον λαιμό της. Το άγγιγμα του την έκανε να ανατριχιαζει όσο έμπλεκε τα δάκτυλα της μέσα στα μαλλιά του. Φιλούσε κάθε σπιθαμή του κορμιού της σαν να ήθελε να αφήσει ο αποτύπωμα του πάνω της.

Πρώτη φορά έκανε έρωτα σε γυναίκα από αγάπη και όχι από προσωπική του ανάγκη. Ένιωθε το κορμί του να δένεται με το δικό της και να γίνονται ένα. Όταν τελικά την έκανε δική του, μόνο ένας αναστεναγμό ανακούφισης βγήκε από τα στόματα τους. Ήταν δικός της και ήταν δική του. Το απολάμβαναν και οι δύο. Δεν είχαν ξανανιώσει παρόμοιο συναίσθημα.

Το πάθος τους παρέσυρε. Δεν ήξεραν τι έκαναν. Ο Έκτορας αφέθηκε και απορροφήθηκε τόσο πολύ από την αύρα της που δεν πρόσεξε. Τελείωσε μέσα της. Αυτή δεν το κατάλαβε και ετσι έκανε σαν να μην συνέβη τίποτα. Ξάπλωσα τότε δίπλα στα βράχια αγκαλιά. Από την κούραση η Ανδρομάχη αποκοιμήθηκε. Αυτός έμεινε να αγναντεύει το πέλαγος. Όταν ξαφνικά είδε ένα Τρωικό καράβι. Ήταν ώρα να φύγει από
Θα ήταν κάτι επείγον για να έρθουν. Ντύθηκε στα γρήγορα και φίλησε στο μέτωπο την αναμένω του Ανδρομάχη. Την ξύπνησε και την φίλησε αυτή δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει.

"Πρέπει να φύγω αγάπη μου." ,της είπε τρυφερά και έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Αυτή όμως δεν καταλάβαινε. Νόμιζε πως ηταν όνειρο.

"Θα γυρίσω για να σε παντρευτώ μην το ξεχάσεις. Είμαι πιστός μόνο σε εσένα και στην πατρίδα μου. Ίσως να μεγαλώσει και κάτι δικό μας μέσα σου. Αυτό που έγινε ήταν ο,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Ειμαι για πάντα δικός σου.", αυτά της είπε και έβγαλε από τον λαιμό του ένα περίτεχνο μενταγιόν, σκαλιστό με ένα μικρό μαργαριτάρι στην κορυφή. Από την μέσα μεριά ήταν σκαλισμένο "Η βασίλισσα της Τροίας". Άνοιξε το χέρι της, το τοποθέτησε μέσα στην παλάμη της και την έκλεισε. Σηκώθηκε αλλά ξαναεκατσε και της έδωσε ένα απαλό φιλί. Όχι αποχαιρετηστηριο. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως οι θεοί δεν θα άφηναν έναν τέτοιο έρωτα να χαθεί τόσο γρήγορα.

Η Ανδρομάχη μετά από όλα αυτά ζαλισμένη από τον ύπνο του χαμογέλασε και του είπε "Σαγαπαω, να το θυμάσαι.", και ξανά έπεσε για ύπνο λες και ήταν κάποιο διάλειμμα απο την αγκαλιά του Μορφέα.

Καθώς απομακρύνουν σταμάτησε μια τελευταία φορά για να αποτυπώσει την εικόνα της. Τα σπαστά κάστανα μαλλιά της, τα γκριζογαλανα μάτια της σαν θάλασσες, τα περίτεχνα δάκτυλα της, τις καμπύλες του κορμιού της. Κάθε μικρή λεπτομέρεια πάνω της. Τον τρόπο που γελούσε, που μάζευε χαμομηλια, που έλυνε τα μαλλιά της, που κοιτούσε την ανατολή το πρωί. Ήθελε ακόμη να κρατήσει την γεύση του φιλιού της να την κρατήσει για πάντα πάνω στα χείλη του και κάθε φορά που θα θέλει να την γευτεί να γλύφει απλώς τα χείλη του. Μα πάνω από όλα ήθελε να γυρίσει για την πάρει. Είχε τώρα ένα κίνητρο. Να πολεμήσει ώστε να έρθει σε αυτήν. Να γυρίσει στην αγκαλιά της. Να την παντρευτεί και να κάνουν έρωτα στην παραλια της Τροίας. Να της κάνει τα πιο όμορφα παιδάκια και να την βλέπει να τα μεγαλώνει.

Με αυτην την σκέψη έφυγε εκείνο το δειλινό. Ανέβηκε στο πλοίο όπου όλοι τον περίμεναν και ξεκίνησαν.

Μέχρι Το Τέλος Where stories live. Discover now