|1| Η ιδέα του γάμου

90 7 4
                                    

Από ημερολόγιο της Ανδρομάχης

Σήμερα δεν κοιμήθηκα καλά. Σκεφτόμουν τα λόγια του πατέρα. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτο μου παντρεμένη. Πως να είναι άραγε; Και πως θα μπορέσω εγώ να υπηρετήσω τον Τρωα; Θα πρέπει να στρωθώ στην δουλειά ώστε να γίνω καλή σύζυγος. Και δεν θα ξαναβρεθώ με τα κορίτσια στην παραλία για κοχύλια. Γιατί να είναι όλα τόσο άδικα! Θα πηγαίνουν χωρίς εμένα και θα περνούν καλά. Και εγώ θα πρέπει να υπηρετώ έναν σύζυγο που δεν θα αγαπώ. Μακάρι να μην παντρευομουν. Θέλω να παραμείνω εδώ λίγο ακόμη, τόσο κακό ειν

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση. Μπήκε μέσα η Ιωβη, η μοναδική υπηρέτρια που έμπαινε στην κάμαρή της. Ήταν ιδιότροπη πολύ και αρκετά ψυχαναγκαστικη με τα πράγματά της. Ήθελε όλα να είναι στην εντέλεια. Έκλεισε γρήγορα το σημειοματαριο και απευθύνθηκε την αγαπητή της Ιωβη.
"Τι εγινε; Με θέλουν κάτι η μητέρα και ο πατέρας; "
"Μάλιστα. Θέλουν να σας μιλήσουν βλέπετε για..."
"Για τι;"
"Για τον αρραβωνιστικό σας..."

Η Ανδρομαχη έκανε μια άχαρη γκριμάτσα και σηκώθηκε να πλυθεί. Χτένισε τα μακριά κάστανα σπαστά μαλλιά της και φόρεσε το ολοκαίνουριο κιτρινο φόρεμα που της είχε φέρει ο αδελφός της από την Φρυγία. "Ολομέταξο" είχε πει η μητέρα της όταν το είδε. Κατέβηκε γρήγορα κάτω με τόση αγωνία που σκόνταψε. Στην μεγάλη αίθουσα βρήκε καθισμένο τον πατέρα της και τον μεγαλύτερο απο τους αδερφούς της , Ποδή. Δίπλα τους στεκοντουσαν δύο άνδρες με βελούδινες ολόιδιες στολές σε πορφυρό χρώμα, διαφορετικές από αυτές του δικού τους παλατιού, οι οποίες διακρίνονταν για το γαλανό τους χρώμα. Απόρησε τότε η Ανδρομάχη, αν κάποιος από αυτούς τους άνδρες θα ήταν ο άντρας που θα περνούσε μαζί του την υπόλοιπη ζωή της. Πλησίασε για να μάθει, μιας και δεν της άρεσε να περιμένει.

Μέχρι Το Τέλος On viuen les histories. Descobreix ara