|9| Εκτορας και Άσιος

39 3 3
                                    

Την επομένη έβρεχε. Την καταιγίδα κανείς δεν την προέβλεψε. Το περισσότερα καράβια βούλιαξαν εκείνη την μέρα.  Τα εμπορεύματα χάθηκαν στον ωκεανό. Η Θήβη φημιζονταν για το κριθαρι, το μαλλί και το κρασί. Κατείχε πολύ σημαντική γεωπολιτική θέση. Βρισκοταν στους πρόποδες του Πλάκου όρους και την ονόμαζαν και Υποπλακιή. Την είχε ιδρύσει ο Ηρακλής κατά την διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Λαομέδοντα, πατέρα του βασιλιά Πριάμου της Τροίας.  Κάθε χρόνο στις αρχές τους θέρους γίνονταν γιορτές για την ίδρυσή της. Έρχονταν πολλοί βασιλιάδες και γιόρταζαν μαζί με την Βασιλική οικογένεια και τον λαό. Τα τελευταία 5 χρόνια όμως δεν την επισκεπτόταν κάνεις.

Ήταν όλοι ανήσυχοι. Φωνές, κλάματα, παράπονα. Αν η λέξη χάος προσωποποιουνταν θα ήταν εκείνη η μέρα. Κόσμος έτρεχε από εδώ και από κει. Η αίθουσα είχε γεμίσει ικετες για χρήματα από τον Ηετιωνα, είτε για να εμπορευτουν τα απαραίτητα είτε για να επισκευάζουν κάποιο σημείο του παλατιού. Ήταν όλοι έξω κάνεις δεν είχε κάτσει μέσα να περιμένει κάτι. Δεν υπήρχε κάτι να περιμένουν άλλωστε.

Μόνο ο Έκτορας είχε μείνει μέσα στην κάμαρή του. Συλλογιζόταν κοιτώντας την βροχή. Κάθε σταγόνα που έπεφτε στον ωκεανό δημιουργούσε ένα μικρό δακτυλίδι γύρω από αυτήν. Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός. Τα φύλλα των δέντρων προσπαθούσαν να κρατηθούν από τα κλαδιά όπως ένα μικρό παιδί πιάνεται από το φουστάνι της μάνας του όταν φοβάται. Χτύπησε τότε η πόρτα του. Σηκώθηκε σαν ζαλισμένος, δεν μπορούσε να εγκλιματίστει. Λες και όση ώρα σκεφτόταν ταξίδευε και το σώμα του εκτός από τον νου του. Άνοιξε την πόρτα και είδε τον Άσιο. Ήταν η σύμβουλος του. Γέρος, με γκρίζα μακριά μαλλιά, καμπουριασμενος και πάντοτε κρατούσε ένα μπαστούνι από ξύλο καρυδιάς. Το είχε σκαλισει μόνος του. Εκτός από σύμβουλος του Έκτορα ήταν και θείος του. Αδελφός της μητέρας του Εκάβης. Είχε εκπαιδεύσει ο ίδιος τον Έκτορα. Τον πήρε από μικρή ηλικία στα βάθη της Φρυγίας για να μάθει να μάχεται. Όταν γύρισαν ο Έκτορας είχε φτάσει τα δεκαεννέα. Δυο μήνες μετά ο Έκτορας και ο δεκαεπταχρονος αδελφός του Πάρης πήγαν στην Σπάρτη και έναν μήνα μετά ξεκίνησε ο πόλεμος με τον ερχομό των Αχαιών στη Τροία. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε. Ο Έκτορας είχε πατήσει τα είκοσι τέσσερα πια. Ήταν και κατι σαν μάντης.Ειχε γεννηθεί στο ιερό της Ήρας η οποία του έδωσε διάφορα χαρισματα.

Ο Έκτορας τον έπαιρνε πάντοτε μαζί του. Όπου και αν πήγαινε. Τον ένιωθε σαν πατέρα ή κάτι παραπάνω. Μόλις μπήκε μέσα και είδε τον Έκτορα κατάλαβε πως δεν ήταν πολύ συγκεντρωμενος, όσο και αν προσπαθούσε να δείξει. Κάθισε στο κρεβάτι του και του έπιασε τον ώμο.  Ο Έκτορας τον κοίταξε περίεργα. Σαν να μην είχε ξανανιώσει τον άγγιγμά του.
  " Πότε έγινες τρυφερός; ", τον ρώτησε με μια δόση ειρωνείας στο βλέμμα του.
  " Όταν με χρειαζοσουν ήμουν πάντα δίπλα σου. Στα καλά και στα κακά. Πράγματι δεν είμαι πολύ συναισθηματικός αλλά ούτε εσύ ήσουν Εκτορα."
  "Ούτε τώρα είμαι. Σκέφτομαι τους άνδρες μας στην Τροία, τους νεκρούς μας, την οικογένειά μας.", έτσι του απάντησε θέλοντας να δείξει ατάραχος, σκληρός.

"Εκτορα θέλω το καλό σου. Το μυαλο σου δεν βρισκεται στην Τροία. Τουλάχιστον όχι τόσο μακριά. Στο τέλος του διαδρόμου βρίσκεται. Σε ένα δωμάτιο με γυναικια μυρωδιά. Αλήθεια όσο είμαστε εδώ δεν σε έχω δει με γυναίκα Εκτορα."

Σάστισε δεν ήξερε τι να πει. Ο Άσιος ήταν σύμβουλος του στην ζωή αλλά κυρίως στο πόλεμο. Θα του έλεγε να μην την σκέφτεται αλλά να σκέφτεται μόνο τον πόλεμο.
" Στο τέλος του διαδρόμου είναι το δωμάτιο της πριγκίπισσας; Τι δουλειά έχω εγώ με αυτην; Εγώ δεν χρειάζομαι γυναίκα, μόνο όταν έχω ορέξεις. Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ και δεν πρόκειται. Είμαι αρκετά σκληρός για να αφεθω σε μια γυναίκα. Αυτό που μας νοιάζει τώρα είναι ο πόλεμος. Δεν αντιλέγω είναι πολύ όμορφη κοπέλα. Ειδικά τα μάτια της σε στοιχειώνουν για όλη σου την ζωή. Δεν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου... Αλ.. Αλλά εγώ δεν είμαι για τέτοια."

Ο Άσιος γέλασε. Είχε καταλάβει τα πάντα. Βασικά τα είχε δει με τα ιδια του τα μάτια. Δεν χρειαζόταν επιβεβαίωση. Την νύχτα κοιτούσε τα άστρα και έλεγε πως του έλεγαν για την μέρα, τι γινόταν, τι δεν έβλεπε.

" Ναι Έκτορα έχεις δίκιο. Σε θέλω δυνατό πολεμιστή. Να εξαιρεθεις στην γενιά σου αλλά και στις επόμενες. Δεν μπορείς όμως με μια γυναίκα στο μυαλό σου. Πόσο μάλλον αν σκέφτεσαι πως μπορούσες να την έχεις και τώρα πια δεν μπορείς. Άλλωστε, το να πολεμάς με την σκέψη πως η γυναίκα σου σε περιμένει να γυρίσεις σε κάνει πιο δυνατό. Η σκέψη πως η ευτυχία κάποιου προσώπου που αγαπάς εξαρτάται από σένα. Σε θέλω δυνατό πολεμιστή Έκτορα.... και ευτυχισμένο."

Έτσι έκλεισε τον λόγο του. Ο Έκτορας απλά χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο. Τα είχε πλέον όλα καταλάβει. Ο Άσιος χάιδεψε τα σγουρά μαλλιά του και του χαμογέλασε πονηρά. Εγυρε κοντά στο αυτί του και του ψιθύρισε
"Πήγαινε να της μιλήσεις. Είναι στους κήπους. Γρήγορα μην σε αντιληφθεί κανείς."

Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έφυγε.

Μέχρι Το Τέλος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα