|10| Η τρυφερη συναντηση τους

52 4 1
                                    

Ντύθηκε γρήγορα, φόρεσε τη πανοπλία του. Ήθελε να δείχνει πιο δυνατός, πιο ισχυρός. Ακόμη είχε ακούσει από πολλές γυναίκες ότι τους άρεσαν οι πανοπλίες, η επίδειξη δύναμης και εξουσίας από έναν άντρα. Έφτιαξε τα μαλλιά του και κατέβηκε στους κήπους. Η βροχή είχε ηρεμήσει. Τότε την ιδέα ήταν κάτω από το πέτρινο υπόστεγο. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα και φορούσε ένα λευκό σατέν φόρεμα που πιανοταν στην μέση με μια χρυσή ζώνη. Είχε μαζευτεί σαν κουβάρι, είχε αγκαλιάσει τα πόδια της και καθόταν πάνω σε ένα πέτρινο πεζουλι. Κρυωνε. Προσπαθούσε να ζεσταθεί με τα χνώτα της. Εμφανίστηκε μπροστά της με μια μεγάλη απόσταση πάντα. Τον είδε. Καθόταν και την κοιτούσε κατάματα περιμένοντας αυτή να πει κάτι πρώτη. Σηκώθηκε πάνω και έκλεισε το κεφάλι της προς τα κάτω ως ένδειξη σεβασμού. Ήρθε τότε εκείνος πιο κοντά. Δεν ήθελε να βρέχεται και να χαλάσει την ατμόσφαιρα. Πήρε τότε το θάρρος να μιλήσει.

"Κάνει κρύο ετσι;"
"Ούτε με εκατό δέντρα δεν θα ζεσταινομουν τώρα.", του είπε χαμογελώντας. Σταμάτησε απότομα. Σκέφτηκε μήπως γινόταν φλύαρη και κουραστική. Από μικρή όταν ήταν ενθουσιασμένη μιλούσε πολύ.

Ο Έκτορας κατάπιε και έφτιαξε τα μαλλιά του νευρικά.
"Τότε γιατί βρίσκεσαι εδώ εξω Ανδρομάχη;"
"Ήθελα να σκεφτώ. Τι να σκεφτώ δηλαδή, λες και μέσα δεν μπορώ να σκεφτώ. Απλά προσπαθώ να αλλάζω περιβάλλον όσο σκέφτομαι. Σκέψη δεν μπορώ να αλλάξω. Σκέφτομαι όλο τα ίδια. Τον ίδιο δηλαδή. Δεν μπορώ να βγάλω αυτό το άτομο από το μυαλό μου. Δεν θα σου έχει συμβεί ποτέ αλλά να ξέρεις πως είναι φριχτό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωρίς να τον σκέφτομαι. Εσύ έχεις ερωτευτεί ποτε; Μα τι λεω; Εσένα σε ενδιαφέρει η πατρίδα σου. Τι είναι ο έρωτας άλλωστε; Μια άθλια αίσθηση που σου τρώει τα σωθηκά."

Τα λόγια της έμοιαζαν σαν να τα έλεγε μια μια ανάσα. Άρχιζε σιγά σιγά να σηκώνει το κεφάλι της μέχρι που τον κοιτούσε στα μάτια όσο φώναζε για την αθλιότητα των συναισθημάτων της. Κατάλαβε μόλις τι είχε κάνει. Ξανακατεβάσε το βλέμμα της και του ζήτησε συγνώμη για τον τόνο της φωνής της.

" Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα νοιώσει αυτό το συναίσθημα ποτέ στην ζωή μου. Περνούσαν πάντα γυναίκες από μπροστά μου χωρίς να νιώθω τίποτα για αυτές. Τίποτα απολύτως. Ίσως μια περιέργεια για το τι αισθάνονται αυτές. Αλλά ποτέ καμία έλξη. Έχεις δίκιο με νοιαζει η πατρίδα μου και ο λαός της. Στην Τροία ξέρεις οι γυναίκες είναι διαφορετικές. Δεν έχουν θάρρος. Είναι όμως όλες τους πολύ όμορφες. Ανοιχτοχρωμες με κάστανα και γαλάζια μάτια. Είμαι παρατηρητικος. Τόσα χρόνια που οι άνδρες εχουν λιγοστεψει οι γυναίκες στηρίζουν την χώρα μας. Όλους μας. Άλλωστε όλοι οι άνδρες προερχομαστε από μια γυναίκα. Από τόσες γυναίκες, την δικιά μου ψυχή έχει μαγέψει μια άλλη. Πολύ διαφορετική. Οπότε ναι. Ναι. Ξέρω πως νοιώθεις. Ο έρωτας είναι σκληρός ίσως περισσότερο από όσο εγώ."

Όσο μιλούσε καθόταν σε στάση προσοχής. Δεν κουνήθηκε ούτε λίγο. Κοιτούσε ψηλά. Σαν να ένοιωθε ντροπή για τα αισθήματα του και δεν ήθελε να το δείξει. Η Ανδρομάχη είχε σηκώσει το κεφάλι της και κοιτούσε λεπτομεριωδως τα χείλη του. Την κάθε λέξη που έβγαινε από αυτά. Φανταζόταν να φιλούσε αυτά τα χείλη. Είχε αφαιρεθεί. Ο Έκτορας το παρατήρησε αυτό.

"Δεν φαίνεται να σε ενδιαφέρουν πολύ αυτά που λέω. Είναι κάπως εγωιστικό εκ μέρους σου αυτό.", αστειεύτηκε.

Δεν άκουσε τίποτα. Ήταν κοκκαλομενη. Και τον κοίταζε. Όχι στα μάτια. Είχε μείνει σαν άγαλμα. Τότε ο Έκτορας την πλησίασε. Φώναξε το όνομα της αλλά αυτή και πάλι δεν το άκουσε. Πήγε και την ταρακούνησε. Ήταν σαν τα ξυπναγε. Επανήλθε και κατάλαβε πως ο Έκτορας την κρατούσε. Γύρισε το κεφάλι της προς τα πάνω και τον κοίταξε στα μάτια. Τότε την κοίταξε και αυτός.

Βρισκοντουσαν πολύ κοντά. Σχεδόν ένοιωθαν ο ένας την αναπνοή του άλλου. Οι καρδιές τους χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Εκείνος έκανε μια κίνηση και ακούμπησε την μύτη του πάνω στην δικιά της. Εκείνη δεν μπορούσε να αναπνεύσει κρατούσε την αναπνοή της σαν να ήθελε να εκραγεί από ευτυχία.
"Αν τώρα σε φιλούσα πως θα ένιωθες Ανδρομάχη;"
Κατάπιε, πήρε μια ανάσα και του απάντησε
"Γιατί δεν το κάνεις ώστε να του δώσω μια ακριβής απάντηση;"

Τα χείλη τους εσμιξαν. Ξαφνικά δεν τους ένοιαζε αν κάποιος τους έβλεπε μαζί ή αν άκουγε την συζήτηση τους. Ξεχυθηκαν τότε χιλιάδες αρώματα στα στοματά τους. Τα μάτια τους ήταν κλειστά. Φαντασιώνονταν πως ήταν κάπου αλλού. Όχι εκεί. Σε μια παραλία όπου το κύμα θα τους χτυπούσε τα πόδια και ο ήλιος θα αντανακλούσε στα μαλλιά τους.

Η Ανδρομάχη ξεκόλλησε τα χείλη της από τα δικά του. Τον έσπρωξε προς τα πίσω και έκανε δύο βήματα πίσω. Έδειχνε φοβισμένη σαν να είχε ξυπνήσει από εφιάλτη. Γύρισε την πλάτη της να φύγει αλλά άλλαξε γνώμη. Ξαναγύρισε με ένα πονηρό βλέμμα στα μάτια της και ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελό. Τον πλησίασε και του ψιθύρισε
"Ανακουφισμενη."
Τον φίλησε για αλλη μια φορά και έφυγε τρέχοντας.

Αυτός ήταν σαν να είχε μόλις πνίγει. Είχε πνίγει στα χείλη της και στην παθιασμένη ατμόσφαιρα που τους περιεκλυε.

Μέχρι Το Τέλος Where stories live. Discover now